Ιρλανδία: Η μείωση της φορολογίας που οδήγησε σε υπερπλεονάσματα που δεν ξέρει τι να τα κάνει!

Ιρλανδία: Η μείωση της φορολογίας που οδήγησε σε υπερπλεονάσματα που δεν ξέρει τι να τα κάνει!
73 / 100 SEO Score

Ιρλανδία: Η χώρα που κέρδισε το παιχνίδι των φόρων και κολυμπά στο χρήμα

Χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Νορβηγία και η Χιλή έχουν δημιουργήσει εδώ και χρόνια τα δικά τους ταμεία εθνικού πλούτου (sovereign-wealth funds). Στόχος τους είναι να βάλουν στην άκρη ένα μέρος των χρημάτων που βγάζουν από τις εξαγωγές εμπορευμάτων, όπως το πετρέλαιο ή τα μέταλλα, για να τα χρησιμοποιήσουν στο μέλλον, όταν η παραγωγή ή οι τιμές ενδεχομένως να έχουν πέσει. Τώρα, και η Ιρλανδία αποκτά το δικό της κρατικό ταμείο, με την προέλευση των χρημάτων του, όμως, να είναι πιο ασυνήθιστη και αμφιλεγόμενη. Με τη βοήθεια των μεγαλύτερων αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας και φαρμάκων, που εκμεταλλεύονται το καθεστώς χαμηλής φορολόγησης της Ιρλανδίας, η χώρα των 5 εκατ. κατοίκων «κολυμπά» στο χρήμα.

Τα τελευταία 8 χρόνια, τα φορολογικά έσοδα της Ιρλανδίας τριπλασιάστηκαν, φτάνοντας στα 22,6 δισ. ευρώ πέρυσι, με αποτέλεσμα ο κρατικός προϋπολογισμός να εμφανίζει πλεόνασμα της τάξης των 8 δισ. ευρώ, την ώρα που πολλές άλλες κυβερνήσεις πασχίζουν να μειώσουν τα ελλείμματα και τα χρέη που άφησε πίσω της η πανδημία του κορωνοϊού.

Το πρόβλημα για την ιρλανδική κυβέρνηση είναι ότι δεν μπορεί να προβλέψει πόσα θα είναι τα έσοδα από τη φορολόγηση των επιχειρήσεων χρόνο με τον χρόνο ή για πόσο καιρό οι επιχειρήσεις αυτές θα συνεχίσουν να περνούν μέρος των πωλήσεών τους από τη χώρα. Για αυτό και αποφάσισε να βάλει στην άκρη μέρος των εσόδων αυτών για το μέλλον, δημιουργώντας το Future Ireland Fund, το οποίο αναμένεται να συγκεντρώσει 100 δισ. ευρώ έως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας. Το νέο κρατικό fund θα βοηθήσει να καλυφθούν τα αυξημένα έξοδα στον τομέα της υγείας, καθώς ο ιρλανδικός πληθυσμός γερνά, αφού η χώρα θα αντιμετωπίσει τις επόμενες δεκαετίες ένα από τα μεγαλύτερα δημογραφικά προβλήματα στην Ευρώπη, σημειώνει η Wall Street Journal.

«Αυτά τα κεφάλαια είναι κρίσιμα για να προετοιμάσουμε την οικονομία μας για το μέλλον», είπε ο Ιρλανδός υπουργός Οικονομικών Michael McGrath στο κοινοβούλιο. «Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα υπερ-έσοδα με σοφία».

Η κυβέρνηση σκοπεύει να μεταφέρει το 0,8% του ετήσιου ΑΕΠ στο νέο fund κάθε χρόνο, από το 2024 έως το 2035. Για το 2024, το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε 4,3 δισ. ευρώ, ενώ άλλα 4 δισ. ευρώ θα εισρεύσουν στο fund από ένα άλλο αποταμιευτικό ταμείο που θα κλείσει.

Η Ιρλανδία έγινε πόλος έλξης για τις αμερικανικές επιχειρήσεις όταν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μείωσε τον φορολογικό συντελεστή της από το 40% στο 12,5%. Σε αυτές τις επιχειρήσεις προσφέρει επίσης ένα μορφωμένο εργατικό δυναμικό και έναν τρόπο να μπουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να επιβαρύνονται με δασμούς. Έως και πέρυσι, στην Ιρλανδία λειτουργούσαν 950 αμερικανικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων οι Apple, Meta, Google, Amazon και Pfizer, οι οποίες απασχολούσαν σχεδόν το 10% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας.

Η στροφή των ξένων επιχειρήσεων προς την Ιρλανδία επιταχύνθηκε μετά το 2015, όταν οι αλλαγές στους διεθνείς κανόνες φορολόγησης οδήγησε κάποιες αμερικανικές εταιρείες να μεταφέρουν πνευματικά δικαιώματα –όπως πατέντες και έρευνες- αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων στη χώρα. Με τον τρόπο αυτό, κάποιες εταιρείες, ιδιαίτερα από τον τεχνολογικό τομέα, μπορούν να εγγράφουν τα κέρδη τους στην Ιρλανδία, ακόμα και εάν το προϊόν τους παράγεται και καταναλώνεται στο εξωτερικό.

Όταν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά αυτή η αλλαγή, η στροφή των αμερικανικών επιχειρήσεων προς την Ιρλανδία ήταν τόσο μαζική, ώστε το ΑΕΠ της χώρας «φούσκωσε» κατά 25% εκείνη τη χρονιά, παρότι η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν ορατή στην πραγματική οικονομία. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η Ιρλανδία έλαβε μία ακόμα ώθηση, όταν οι πωλήσεις των αμερικανικών τεχνολογικών και φαρμακευτικών εταιρειών που λειτουργούν στη χώρα εκτινάχθηκαν.

Η ιρλανδική κυβέρνηση εξαρτάται όλο και περισσότερο από τα έσοδα αυτά για να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες της στην υγεία, την παιδεία και άλλους βασικούς τομείς. Το 2021, η φορολόγηση των επιχειρήσεων αποτελούσε το 17% των συνολικών φορολογικών εσόδων, από 11% το 2015. Μάλιστα, από το 2011 έως το 2021, μόλις τρεις εταιρείες –που πιστεύεται ότι είναι η Apple, η Microsoft και η Pfizer- πλήρωσαν το ένα τρίτο των συνολικών εσόδων της Ιρλανδίας από τη φορολόγηση των επιχειρήσεων.

Κατόπιν τούτων, δεν προκαλεί εντύπωση που η κυβέρνηση Biden των ΗΠΑ ηγείται της παγκόσμιας προσπάθειας να περιοριστεί η φοροαποφυγή των μεγάλων πολυεθνικών. Το 2021, 136 χώρες από όλο τον κόσμο κατέληξαν σε συμφωνία για έναν παγκόσμιο ελάχιστο φόρο 15% στα εταιρικά κέρδη και για την ανακατεύθυνση των φορολογικών εσόδων στις χώρες όπου πωλούνται ή χρησιμοποιούνται τα προϊόντα.

Η ιρλανδική κυβέρνηση θα περάσει νόμο για την εφαρμογή των νέων φορολογικών συντελεστών από το επόμενο έτος. Όμως γνωρίζει καλά ότι τα υπερ-έσοδα των τελευταίων χρόνων μπορούν να εξανεμιστούν ξαφνικά, εάν για παράδειγμα μία από τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες έχει την τύχη της Nokia ή της BlackBerry ή εάν η αμερικανική κυβέρνηση αλλάξει τη φορολογία της και αναγκάσει τις επιχειρήσεις να μεταφέρουν την πνευματική ιδιοκτησία τους στις ΗΠΑ.

Το μεγάλο πρόβλημα της Ιρλανδίας: Δεν ξέρει τι να κάνει τα χρήματά της

Μία κατάσταση αξιοζήλευτη για κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα πρόκειται να αντιμετωπίσει η Ιρλανδία στον επόμενο κρατικό προϋπολογισμό: ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα ύψους 8,6 δισ. ευρώ και μια ετήσια οικονομική ανάπτυξη πέντε φορές ταχύτερη σε σύγκριση με πέρυσι. Κι όμως, η απόφαση για την κατανομή του τεράστιου αυτού πλούτου φαίνεται να βάζει τους αξιωματούχους σε πολύ δύσκολη θέση.

Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από την κρίση που είχε ως αποτέλεσμα την παρέμβαση της Ε.Ε. και του ΔΝΤ με δάνεια 67,5 δισ. ευρώ και τα δυσβάσταχτα μέτρα λιτότητας. Ωστόσο, η ιρλανδική κυβέρνηση παραμένει επιφυλακτική στις δαπάνες και τονίζει ότι θέλει να εξοικονομήσει χρήματα με σύνεση για μελλοντικές προκλήσεις στο συνταξιοδοτικό, τον περιβαλλοντικό τομέα και τις υποδομές.

Πολλοί οικονομολόγοι, όμως, επισημαίνουν ότι εάν η Ιρλανδία δεν επενδύσει τώρα τα επιπλέον χρήματα, τότε θα χάσει την ευκαιρία της να διορθώσει προβλήματα υποδομών, τα οποία θα θέσουν σε κίνδυνο τη μελλοντική της ανάπτυξη. Ενδεικτικά, ο οικονομολόγος David McWilliams δήλωσε στους Financial Times ότι υπάρχει τεράστια ανάγκη για δημόσιες επενδύσεις και το να μπορεί μια χώρα να τις χρηματοδοτήσει μόνη της είναι μια ευκαιρία που έρχεται ανά μία γενιά.

Πράγματι, υπάρχουν «τρύπες» που θα μπορούσαν να κλείσουν στην Ιρλανδία, από την αντιμετώπιση της στεγαστικές κρίσης -δεδομένου ότι ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού ξεπερνά σημαντικά την προσφορά σπιτιών- μέχρι την επίλυση χρόνιων προβλημάτων στα δίκτυα ηλεκτρισμού, νερού, μέσων μαζικής μεταφοράς και στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. «Σπάνια έχει δοθεί μια τόσο μοναδική ευκαιρία σε μία χώρα να μπορέσει να αλλάξει την κοινωνία και την έχουν συμβουλέψει να μην το κάνει», δήλωσε ο McWilliams στους Financial Times.

Τα πλεονάσματα θα συνεχιστούν
Το τεράστιο πλεόνασμα του προϋπολογισμού που αναμένεται να καταγραφεί για το 2024 είναι το τρίτο κατά σειρά μετά από 8,3 δισ. ευρώ το 2023 και 8,6 δισ. ευρώ το 2022, μεγάλο μέρος των οποίων αποδίδεται στα αυξανόμενα φορολογικά έσοδα από πολυεθνικές που έχουν έδρα στην Ιρλανδία, ιδίως τεχνολογικές και φαρμακευτικές εταιρείες. Βέβαια, η οικονομία ανθεί και σε άλλους τομείς.

Δεδομένης της υψηλής απασχόλησης και με τον πληθωρισμό να έχει αγγίξει πολύ υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση της Ιρλανδίας, φοβούμενη υπερθέρμανση της οικονομίας, έχει δεσμευτεί να διαχειριστεί με πολλή προσοχή τις δημόσιες δαπάνες, παρότι οι πιέσεις στις τιμές έχουν αποκλιμακωθεί σημαντικά.

Τώρα, η Ιρλανδία αντιμετωπίζει κοινωνικά ζητήματα, καθώς έχει ονομαστεί η πιο «μοναχική» χώρα στην Ευρώπη, με σχεδόν το ένα πέμπτο των κατοίκων να αισθάνεται μοναξιά πάντοτε ή τον περισσότερο καιρό και σχεδόν τα δύο τρίτα να έχουν άγχος ή κατάθλιψη. Επίσης, ένα στα επτά παιδιά ζει σε νοικοκυριά κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Εκτός αυτού, ορισμένοι οικονομολόγοι εντοπίζουν ελλείψεις στη στήριξη της ντόπιας επιχειρηματικότητας, αλλά και στον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό για την ανάπτυξη έργων υποδομών.

Πάντως, όπου και να αποφασίσει να διοχετεύσει τα επιπλέον χρήματα η Ιρλανδία, είναι πιθανό τα τεράστια πλεονάσματα να συνεχίσουν να καταγράφονται και τα επόμενα χρόνια. «Είμαστε σε μία πολύ, πολύ ισχυρή θέση αυτή τη στιγμή», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου ο Seamus Coffey, πρόεδρος του δημοσιονομικού συμβουλίου της χώρας. «Η ελπίδα είναι να μην τα κάνουμε θάλασσα», τόνισε ο ίδιος.

ΠΗΓΗ

ΠΗΓΗ