Η επισιτιστική κρίση είναι εδώ: Η έλλειψη ελαιόλαδου στην Ευρώπη εκτινάσσει τον πληθωρισμό των τροφίμων!
Το σοκ στην προσφορά ελαιόλαδου στην Ευρώπη εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να πυροδοτήσει τον πληθωρισμό των τροφίμων κατά τον προσεχή χειμώνα.
Την ίδια ώρα οι αναταράξεις στις αλυσίδες εφοδιασμού που έχει προκαλέσει η κρίση στην Ουκρανία, αναμένεται όχι μόνο να ωθήσουν ανοδικά το διατροφικό κόστος αλλά και να προκαλέσούν τον κίνδυνο επισιτιστικής κρίσης για τα πλέον ευάλωτα κοινωνικά στρώματα των κρατών της Γηραιάς Ηπείρου.
Τα τελευταία δύο χρόνια, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, οι πυρκαγιές και οι ξηρασίες κατέστρεψαν τη συγκομιδή των ελαιόδεντρων σε σημείο που η Ευρώπη έχει πλέον σχεδόν στερηθεί τις τοπικές προμήθειες ελαιολάδου.
Στην Ισπανία – την πηγή του 50% της παγκόσμιας προσφοράς ελαιολάδου – οι παραγωγοί κατέχουν μόνο περίπου 115.000 μετρικούς τόνους διαθέσιμου αποθέματος, σύμφωνα με αναλυτές της ομάδας δεδομένων εμπορευμάτων Mintec.
Αυτό συγκρίνεται με μηνιαίο ρυθμό παραγωγής περίπου 60.000 τόνων.
«Εάν συνεχιστεί αυτός ο ρυθμός εξάντλησης των αποθεμάτων, οι ειδικοί της αγοράς προειδοποιούν ότι τα αποθέματα ελαιολάδου θα μπορούσαν να εξαντληθούν πριν από την προσσφορά της νέας συγκομιδής που παραδοσιακά ξεκινά στην Ισπανία γύρω στον Οκτώβριο», σύμφωνα με τον Kyle Holland, αναλυτή βρώσιμων ελαίων στη Mintec.
Για να συμβαδίσουν με τη ζήτηση, οι ευρωπαϊκές εταιρείες εισάγουν ελαιόλαδο από τη Νότια Αμερική.
«Σήμερα είναι σχεδόν αδύνατο να αγοράσει κανείς ελαιόλαδο.
Έχει εξαντληθεί» δήλωσε στον Guardian ο Walter Zanre, διευθύνων σύμβουλος του βρετανικού βραχίονα του Filippo Berio.
Αλλά η κατάσταση χειροτερεύει: η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου αναμένεται να μειωθεί περισσότερο από το μισό σε 2,4 εκατομμύρια μετρικούς τόνους φέτος, κάτω από τη ζήτηση για 3 εκατομμύρια, σύμφωνα με το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου.
Και για την Ισπανία, οι προβλέψεις ανεβάζουν την παραγωγή στους 650.000 τόνους, πολύ κάτω από το συνηθισμένο επίπεδο τουν 1,3 εκατομμυρίου.
Η ξηρασία
Η ξηρασία έχει επηρεάσει τους ελαιοκαλλιεργητές και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου, από την Ελλάδα μέχρι το Μαρόκο και την Ιταλία.
Η Ελλάδα αναμένεται να παράγει φέτος μόνο 200.000 τόνους ελαιόλαδου, κατά ένα τρίτο λιγότερο από πέρυσι.
Χώρες όπως η Τυνησία, η Τουρκία και η Συρία έχουν ανακοινώσει απαγορεύσεις εξαγωγών στο ελαιόλαδο για να προστατεύσουν το προϊόν από τις υψηλές διεθνείς τιμές.
Η χαμηλή προσφορά εκτοξεύσει ανοδικά τις τιμές .
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου, ένα κιλό ή έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ήταν 852 ευρώ νωρίτερα αυτό το μήνα, υπερτετραπλάσιο από αυτό που κόστιζε το 2020.
Και τον Αύγουστο, η τιμή ανά τόνο ήταν 130% υψηλότερη από το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ, με τις τιμές να ξεπερνούν γρήγορα το προηγούμενο ρεκόρ που σημειώθηκε το 1996.
Έχει γίνει τόσο άσχημο, που νωρίτερα αυτό το μήνα, μια μεγάλη ληστεία πετρελαίου είχε ως αποτέλεσμα τον «υγρό χρυσό» αξίας 500.000 δολαρίων που κλάπηκε από ένα εργοστάσιο στην Κόρδοβα της Ισπανίας.
Αλλά οι υψηλές τιμές δεν έχουν ακόμη καταφέρει να αναπληρώσουν τις απώλειες που έχουν υποστεί οι αγρότες.
Ιδιαίτερα όσοι έχουν υποστεί τις συνέπειες της ξηρασίας.
Και όταν συνδυάζονται με το αυξανόμενο κόστος ενέργειας και εργασίας, τα εισοδήματά τους έχουν δεχθεί τεράστιο πλήγμα.
Η ακρίβεια στην Ελλάδα
Στην Ευρωζώνη, ο πληθωρισμός παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, στο 5,3%, και τον Αύγουστο, με τις τιμές των τροφίμων να καλπάζουν 9,8%.
Η ακρίβεια στα τρόφιμα «καίει» και τα ελληνικά νοικοκυριά: Οι τιμές του ελαιολάδου -βασικού συστατικού της μεσογειακής διατροφής- έχουν εκτοξευθεί στα ύψη, φθάνοντας έως και τα 8 ευρώ το κιλό για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, από 3,70 ευρώ τον προηγούμενο Νοέμβριο.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή τον Αύγουστο, οι μεγαλύτερες αυξήσεις σε ετήσια βάση καταγράφθηκαν σε λαχανικά 17,6%, μεταλλικό νερό-αναψυκτικά και χυμοί 14,4%, λοιπά τρόφιμα 12,4%,έλαια-λίπη 12%, γαλακτοκομικά και αυγά 11,9%.
«Αυτό που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα είναι η απόφαση της Τουρκίας να αναστείλει τις εξαγωγές χύμα ελαιολάδου», επισημαίνει στο CNBC o Kylle Holland,, αναλυτής της Mintec. «Η αναστολή των εξαγωγών και η ήδη περιορισμένη προσφορά από την Ισπανία επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση», εξηγεί ο κ. Χόλαντ.
H Toυρκία ανακοίνωσε την αναστολή των εξαγωγών χύμα ελαιολάδου μέχρι την επόμενη περίοδο συγκομιδής, τον Νοέμβριο, σε μια κίνηση συγκράτησης των εγχώριων τιμών, που έχουν εκτοξευθεί κατά 102% από τον Ιούνιο.
Οι απαγορεύσεις εξαγωγών
Την ίδια ώρα η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία -τον αποκαλούμενο και «σιτοβολώνα» της Ευρώπης- τάραξε τα νερά στην παγκόσμια αγορά τροφίμων.
Η απαγόρευση των εξαγωγών ρυζιού από την Ινδία προκάλεσε τριγμούς, ειδικά στις ασιατικές αγορές. Η χαριστική βολή έρχεται από το ελαιόλαδο, με τις τιμές του «υγρού χρυσού» να καλπάζουν ανεξέλεγκτες.
Η άνοδος στις τιμές βασικών ειδών διατροφής ανά τον κόσμο επαναφέρει στο προσκήνιο τα σενάρια περί επισιτιστικής κρίσης και αναταραχών σε διάφορες γωνιές της Γης.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι διαδηλωτές που είχαν κατέβει στους δρόμους στη διάρκεια της «Αραβικής Άνοιξης» ζητούσαν ελευθερία, δικαιοσύνη, αλλά και φθηνό ψωμί.
Tον Ιούλιο, η κυβέρνηση της Ινδίας -που αποτελεί την κορυφαία εξαγωγό χώρα ρυζιού στον κόσμο- ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει τις εξαγωγές ρυζιού, με εξαίρεση την ποικιλία μπασμάτι, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τις τιμές και να αποτρέψει τον κίνδυνο ελλείψεων στην εγχώρια αγορά τροφίμων.
Η απόφαση της Ινδίας δημιούργησε κλίμα πανικού στις αγορές, καθώς το ρύζι αποτελεί βασικό συστατικό διατροφής για εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο, κυρίως σε Ασία, Μέση Ανατολή και Αφρική.
O πληθωρισμός τροφίμων παραμένει σε υψηλά επίπεδα σε πολλές χώρες του κόσμου, μεταξύ των οποίων Βενεζουέλα, Λίβανος, Αργεντινή και Τουρκία.
Σήμερα, περισσότερο από μία δεκαετία από το κύμα διαδηλώσεων και διαμαρτυριών σε χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής με αιτήματα οικονομικά και πολιτικά, οι διεθνείς τιμές των τροφίμων κινούνται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, φουντώνοντας τις ανησυχίες για μια νέα κρίση.
Πέρυσι, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανίας, ο κόσμος φοβήθηκε για το ενδεχόμενο κατάρρευσης του παγκόσμιου διατροφικού συστήματος. Πράγματι, η διένεξη μεταξύ Μόσχας και Κιέβου συνέβαλε στην ανοδική πορεία των τιμών τροφίμων.
Οι συντονισμένες παρεμβάσεις της διεθνούς κοινότητας -όπως για παράδειγμα η Πρωτοβουλία Σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας- έχουν μέχρι στιγμής αποτρέψει το κακό σενάριο από το να γίνει πραγματικότητα.
Αγωνία για τη παραγωγή
Όμως οι προκλήσεις παραμένουν και μάλιστα είναι παγκόσμιες.
Η έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για τους μεγαλύτερους κινδύνους που καλείται να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα μέσα στην επόμενη δεκαετία, μια επισιτιστική κρίση συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων απειλών.
Ο δείκτης τιμών τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) των Ηνωμένων Εθνών έχει μεν υποχωρήσει από τα επίπεδα-ρεκόρ που είχε αγγίξει τον Μάιο του 2022, παραμένει όμως 50% υψηλότερα σε σύγκριση με το μέσο όρο προ πανδημίας (2015-2019).
Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών προβλέπεται να κυμανθεί σε ιστορικά υψηλά τη χρονιά 2023-2024, κυρίως χάρη στη βελτιωμένη σοδειά της Αργεντινής, το ρεκόρ προσφοράς από Καναδά και τις αυξημένες ποσότητες από Κίνα, Ε.Ε. και Ινδία.
Σε επίπεδα ρεκόρ προβλέπεται και η παραγωγή καλαμποκιού για το 2023-2024, έπειτα από την απογοητευτική σοδειά της προηγούμενης χρονιάς λόγω των πλημμυρών.
Ως προς την προσφορά ρυζιού, η επιβολή της απαγόρευσης αντιπροσωπεύει περίπου το ήμισυ των ινδικών εξαγωγών, γεγονός που θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις διεθνείς αγορές ρυζιού.
Από την άλλη πλευρά, η παγκόσμια προσφορά σιτηρών προβλέπεται να είναι αυξημένη 60% τη χρονιά 2023-2024, αντισταθμίζοντας εν μέρει τη μη-ανανέωση της Πρωτοβουλίας Σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας, η οποία εξέπνευσε τον Ιούλιο.
Συγκρατημένα αισιόδοξες είναι οι προβλέψεις για την προσφορά βρώσιμων ελαίων.
Η υψηλότερη παραγωγή σόγιας στις ΗΠΑ, η αύξηση της παραγωγής ηλιόσπορων στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπως και η παραγωγή ελαιοκράμβης σε Ε.Ε. και Καναδά συνεπάγονται προσφορά μεγαλύτερη του μέσου όρου, στους 7,2 εκατ. τόνους για τη χρονιά 2023-2024, στα υψηλότερα επίπεδα από το 2019.