Η Αθήνα έθαψε τα ποτάμια της…
Γνωρίζατε ότι η Πανεπιστημίου και η Μιχαλακοπούλου ήταν ρέματα; Τι έφταιξε και τελικά “θάψαμε” τα ποτάμια της πόλης μας, αυξάνοντας δραματικά τον πλημμυρικό κίνδυνο; Υπάρχει επιστροφή;
Μέχρι και την περίοδο του Μεσοπολέμου, η Αθήνα μετρούσε εκατοντάδες ρέματα. Τα περισσότερα από αυτά έγιναν δρόμοι. Τι οδήγησε στο μπάζωμα των υδάτινων ροών της πόλης και γιατί κρίνεται αναγκαία η επαναφορά τους στον αστικό ιστό;
Ο καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) και διευθυντής στο Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος, Νίκος Μπελαβίλας, απαντά σε όλα μας τα ερωτήματα.
Τα ποτάμια της Αθήνας
“Η εικόνα του λεκανοπεδίου τον 19ο αιώνα ήταν πολύ διαφορετική. Τα οικισμένα τμήματα ήταν μονάχα η κεντρική Αθήνα και ο κεντρικός Πειραιάς. Γύρω γύρω υπήρχε ένα τεράστιο δίκτυο ρεμάτων, μήκους εκατοντάδων χιλιομέτρων, και όσο κι αν φαίνεται περίεργο, υπήρχαν και ελώδεις λίμνες.
Δρόμοι που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε, ήταν ρέματα. Στην Πανεπιστημίου και στη Ζωοδόχου Πηγής έρεε νερό στις μεγάλες βροχές του χειμώνα. Η οδός Βασιλέως Ηρακλείου και η Τοσίτσα κατέβαζαν νερά από τον Λόφο του Στρέφη και τον Λυκαβηττό. Το ίδιο το Πολυτεχνείο της Αθήνας, στην Πατησίων, έχει μια τεράστια υπόγεια δεξαμενή, για να μαζεύει τα νερά, τα οποία ήταν πάρα πολύ πλούσια σε στιγμές βροχής.
Όλη η ακτή του Φαλήρου μαζί με την περιοχή του Αγίου Διονυσίου ήταν ένα έλος, όπως και η πλατεία Καραϊσκάκη, καθώς εκεί κατέβαιναν χείμαρροι, οι οποίοι πλημμύριζαν τον χειμώνα, και τα νερά λίμναζαν. Όταν μάλιστα η Αττικό Μετρό πέρασε από εκεί, δυσκολεύτηκε πάρα πολύ, γιατί έπεσε σε λάσπες”, μας εξηγεί.
Τα μεγαλύτερα ποτάμια του Λεκανοπεδίου ήταν -και είναι- ο Κηφισός και ο Ιλισός.
Το μήκος του Κηφισού φτάνει τα 27 χιλιόμετρα και πηγάζει από τον φυσικό κόμβο της Πάρνηθας και της Πεντέλης. Κατά τη φυσική του διαδρομή, ο Κηφισός διέσχιζε όλη τη σημερινή Λεωφόρο Κηφισού. Από την Κηφισιά έφτανε στη Νέα Φιλαδέλφεια και από εκεί Σεπόλια, Αιγάλεω, Ρέντη και κατέληγε στον όρμο του Φαλήρου.
Ο Ιλισός, ο δεύτερος μεγαλύτερος ποταμός του λεκανοπεδίου, ξεκινούσε από τις βορειοδυτικές πλαγιές του Υμηττού. Κατά τη φυσική του διαδρομή περνούσε από την Καισαριανή και την σημερινή Πανεπιστημιούπολη στου Ζωγράφου, διέσχιζε τη σημερινή Μιχαλακοπούλου, τη Βασιλίσσης Σοφίας, την Καλλιρόης και κατέληγε στον Κηφισό, βόρεια του Μοσχάτου. Ωστόσο, από το 1950 εκβάλλει και αυτός στον όρμο του Φαλήρου, έπειτα από τεχνητή διευθέτηση της ροής του.
Μικρότεροι ποταμοί που διέσχιζαν την Αττική ήταν ο Ερασίνος, ο Ασωπός και αρκετά παλαιότερα ο Ηριδανός (ο οποίος βέβαια ήταν παραπόταμος του Ιλισού), ενώ εκατοντάδες ρέματα, όπως αυτό της Πικροδάφνης, του Ποδονίφτη, του Κυκλοβόρου, του Βοϊδοπνίχτη -που προκάλεσε μάλιστα και την υπερχείλιση της σημερινής Σταδίου– έρρεαν κατά μήκος της πόλης.
Τα περισσότερα από αυτά συνεχίζουν να φιλοξενούν νερό, αλλά υπογείως.
Τα ποτάμια ‘εκδιώχθηκαν’ από τους Αθηναίους
Από τη στιγμή που ξεκινά η οικοδόμηση και η -άναρχη- επέκταση του οικιστικού ιστού της Αθήνας, οι υδάτινες γραμμές αρχίζουν να καλύπτονται και να μετατρέπονται σε αγωγούς.
Η κάλυψη των ρεμάτων αρχίζει πιο συστηματικά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Σύμφωνα με σχετική μελέτη του τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, την περίοδο 1880-1890 η δόμηση της Αθήνας καλύπτει μόλις το 3% του λεκανοπεδίου, το 1940-1950, οι δομημένες επιφάνειες καλύπτουν το 25%, κυρίως στην περιοχή του κέντρου της Αθήνας (Τουρκοβούνια-Λυκαβηττός) και του Πειραιά, και τη δεκαετία 1980-1990, η δόμηση καλύπτει σχεδόν όλο το λεκανοπέδιο, με εξαίρεση τις πλαγιές του Υμηττού, της Πάρνηθας και των ορέων Αιγάλεω και Ποικίλου. Συνολικά, υπολογίζεται ότι περίπου 850 χιλιόμετρα ρεμάτων έχουν καλυφθεί και μετατραπεί σε λεωφόρους, δρόμους ή κατοικημένες περιοχές.
Γιατί;Όπως μας εξηγεί επιγραμματικά ο κ. Μπελαβίλας, οι λόγοι που οδήγησαν στην ταχύτατη κάλυψη των υδάτινων ροών της πρωτεύουσας ήταν αφενός
- “Για να εξασφαλιστεί χώρος για την οδοποιία, που άρχισε να γίνεται σημαντικό πρόβλημα στην πόλη, καθώς εκείνη την εποχή άρχισαν να κυκλοφορούν και τα πρώτα ιδιωτικά αυτοκίνητα, επομένως η κατασκευή λεωφόρων, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ‘50 και του ‘60, αποτελεί κύριο μέλημα των κυβερνήσεων, οι οποίες πανηγυρίζουν, μαζί με την κοινωνία, που φτιάχνονται τέτοιοι δρόμοι” και αφετέρου
- Για λόγους υγιεινής. Και συγκεκριμένα “για την αντιμετώπιση της ελονοσίας και άλλων νοσημάτων που βρίσκονταν σε πλήρη έξαρση λόγω των στάσιμων υδάτων στα, εντός της πόλης, έλη, αφού δεν υπήρχε ούτε η σημερινή φαρμακευτική τεχνογνωσία ούτε οι τεχνικές των αεροψεκασμών”.
“Συμβολικά η πρώτη κίνηση είναι η κάλυψη τμήματος του Ιλισού στο ύψος του Παναθηναϊκού Σταδίου, η οποία συνεχίζεται μέχρι και τη δεκαετία του ‘70, όπου καλύπτεται όλο το κομμάτι μέχρι του Ζωγράφου, το τμήμα του παλιού προσφυγικού συνοικισμού, η σημερινή Ούλωφ Πάλμε, η Γεωργίου Παπανδρέου, η Καλλιρόης, η Χαμοστέρνας.
Και σταδιακά αρχίζει και η μεγάλη κάλυψη του Κηφισού, από τη συμβολή με τη Λαχαναγορά, το ποτάμι καλυπτόταν μέχρι τις Τρεις Γέφυρας, για να φτάσει στο τέλος, την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων, στη γέφυρα με την οδό Πειραιώς.
Το αποτέλεσμα είναι ότι χάσαμε τον Ιλισό και τον Κηφισό. Όλο αυτό το υδάτινο δίκτυο βρέθηκε κάτω από τις πλάκες του μπετόν, με προβληματική κατάσταση συντήρησης και στην κοίτη του Ιλισού και στην κοίτη του Κηφισού και στις πλάκες που καλύπτουν τις κοίτες”, σημειώνει.
Τι απέμεινε
“Από το υδάτινο αυτό πλέγμα, σήμερα δεν απομένουν παρά ελάχιστα σπαράγματα” σημειώνει από την πλευρά του ο περιβαλλοντολόγος, Μαρτίνος Γκαίτλιχ.
“Ο Ιλισός έχει σκεπαστεί ολοκληρωτικά από τσιμέντο και άσφαλτο, ενώ ένα μοναδικό ακάλυπτο τμήμα της διαδρομής του είναι το κομμάτι δίπλα στο εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής. Ο Κηφισός ρέει υπογειοποιημένος, από το ύψος της Νέας Χαλκηδόνας μέχρι τις εκβολές του. Ωστόσο, στον άνω ρου του, διασώζονται ακόμα ορισμένα πανέμορφα υπολείμματά του. Ένα από αυτά είναι και το θαυμάσιο τμήμα που εκτείνεται από τον Κόκκινο Μύλο μέχρι περίπου το αμαξοστάσιο του ΗΛΠΑΠ.
Λίγα τμήματα του Ποδονίφτη διατηρούνται, με πιο γνωστά τη ρεματιά Χαλανδρίου, το ρέμα της Φιλοθέης και το ρέμα Σαπφούς. Ανάλογα παραποτάμια “κοσμήματα” διατηρούνται ακόμα στο ρέμα της Πικροδάφνης, καθώς και στην καρδιά της πόλης, στον Κεραμεικό όπου υπάρχει ένα τμήμα της κοίτης του Ηριδανού”, περιγράφει.
Όλα τα υπόλοιπα καλύφθηκαν από τσιμέντο. Όμως, αυτό που συνέβη στην Αθήνα δεν ήταν πρωτοφανές ούτε ‘ελληνικό φαινόμενο’.
Όλες οι μεγάλες πρωτεύουσες, όπως το Παρίσι και η Βαρκελώνη, κυρίως χώρες της Μεσογείου, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, έτειναν να ‘κλείνουν’ τα ποτάμια, τα οποία λειτουργούσαν τον χειμώνα και το καλοκαίρι ήταν ξερά, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω.
Στη σημερινή εποχή, όμως, οι επιλογές αυτές αναθεωρούνται.
“Έχουμε πια διάνοιξη ποταμών παντού. Στη Μαδρίτη, προσπαθούν να αναβιώσουν τον Μανθανάρες, στο Ντελφτ της Ολλανδίας, ανοίγουν ξανά τα κανάλια, καταστρέφοντας κύριες οδούς της πόλης, στη Σεούλ έσπασαν έναν τεράστιο αυτοκινητόδρομο για να ξαναβγεί το ποτάμι στην επιφάνεια.
Εδώ και 20 χρόνια, η ανθρωπότητα, έχοντας αντιληφθεί και τον κίνδυνο της κλιματικής κρίσης και το οικολογικό πρόβλημα που προκύπτει από την αποστείρωση της πόλης από το φυσικό περιβάλλον και την καταστροφή των βιοτόπων που βρίσκονται μέσα στα υδάτινα δίκτυα, απελευθερώνει ξανά το νερό. Και νομίζω έχει έρθει η ώρα να αρχίσουμε να το κάνουμε και στην Αθήνα”, αναφέρει ο κ. Μπελαβίλας.
Στην Ελλάδα, η συζήτηση αυτή έχει ανοίξει από μεγάλη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας εδώ και καιρό, χωρίς, όμως, να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από την Πολιτεία. Οι πλημμύρες στη Θεσσαλία και οι εγκληματικές ανθρώπινες επεμβάσεις στο υδάτινο δίκτυο της χώρας επανέφεραν αυτή τη συζήτηση στο προσκήνιο.
Κινδυνεύει η Αττική να πλημμυρίσει;
Η σύντομη απάντηση είναι πως ναι. Ο πλημμυρικός κίνδυνος στην Αθήνα είναι όχι μόνο υπαρκτός, αλλά βέβαιος, ειδικά αν έχουμε βροχόπτωση παρόμοια με εκείνη που έπληξε τον Θεσσαλικό Κάμπο και τα χωριά του Πηλίου.
Ας δούμε, όμως, λίγο πιο αναλυτικά τι συμβαίνει.
“Σήμερα ξέρουμε ότι σε μια πλημμύρα 50 ετών θα έχουμε μια τεράστια καταστροφή στον Νότο της Αθήνας. Αυτό λένε οι χάρτες. Ξέρουμε εκατοντάδες σημεία δημόσιου ενδιαφέροντος, τα οποία θα πλημμυρίσουν. Σχολεία, υποδομές, εργοστάσια, επιχειρήσεις, νοσοκομεία.
Ξέρουμε ακόμα ότι αν συμβεί μία τέτοια πλημμύρα, από το Σταύρος Νιάρχος μέχρι τη Λαχαναγορά της Αθήνας, μέχρι το Village του Ρέντη και ό,τι βρίσκεται νοτιότερα από αυτό, μέχρι τις γραμμές του τρένου, θα βρεθεί κάτω από το νερό και πιθανώς κάτω από πολλά μέτρα νερό, σε περιπτώσεις διαβάσεων, υπογείων κλπ.” μας εξηγεί ο κ. Μπελαβίλας, ο οποίος πριν από μερικές ημέρες με σχετική δημοσίευσή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχε παραθέσει τον Χάρτη Επικινδυνότητας Πλημμύρας για την Αττική, δηλαδή την πρόβλεψη της επίσης επιστημονικής μελέτης που εκπονήθηκε το 2017-18 από το ΥΠΕΝ.
Να σημειωθεί εδώ ότι οι εν λόγω χάρτες δεν έχουν λάβει υπόψη τους τα νέα δεδομένα της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με τα οποία τα “ακραία καιρικά φαινόμενα” τείνουν να εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα.
“Όμως, δεν αρκεί να γνωρίζουμε τι θα μας συμβεί. Δυστυχώς το γνωρίζαμε για τη Θεσσαλία και από το Αστεροσκοπείο Αθηνών και από τους Χάρτες Πλημμύρας. Ξέραμε τι θα γίνει, αλλά δεν υπήρχε κανένα σχέδιο αντιμετώπισης”, επισημαίνει ο κ. Μπελαβίλας
Επομένως, τι πρέπει να γίνει;
Καταρχάς να πούμε ότι δεν έχουμε χάσει το παιχνίδι. Ο κίνδυνος να πλημμυρίσει η Αττική, όπως τον περιγράψαμε παραπάνω, είναι υπαρκτός, ωστόσο υπάρχουν λύσεις, που μπορούν να αποδειχθούν σωτήριες και για να μην ‘χάσουμε’ ολόκληρες περιοχές και κυρίως για να μην θρηνήσουμε ζωές, όπως στη Θεσσαλία.
Παραθέτουμε επιγραμματικά όσα μας ανέφερε ο καθηγητής του ΕΜΠ, Νίκος Μπελαβίλας:
- “Να επικαιροποιηθούν οι χάρτες, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τον παράγοντα ‘κλιματική αλλαγή’.
- Να εστιάσουμε στα προληπτικά έργα νέου τύπου, χωρίς να τσιμεντώνουμε κοίτες, χωρίς να καλύπτουμε ποτάμια, με άνοιγμα καναλιών, όπου είναι δυνατόν. Να γεμίσουμε όλη την πόλη με φυσικά υλικά και όχι να στρώνουμε τεράστιες ασφάλτινες επιφάνειες που μετατρέπονται σε παρόχους νερού κατά τη διάρκεια μιας πλημμυρας, αλλά να χρησιμοποιήσουμε υλικά που θα απορροφήσουν νερό και δεν θα το μετατρέψουν σε ποτάμι.
- Το ακάλυπτο τμήμα του Κηφισού, από το Ίλιον μέχρι την Πάρνηθα, το οποίο παραμένει στη φυσική μορφή του, να μετατραπεί σε ένα μεγάλο φυσικό πάρκο, όπου θα υπάρξει δυνατότητα ανάσχεσης του νερού, γιατί πια στα ζητήματα πλημμύρας το κρίσιμο είναι να κρατηθεί το νερό ψηλά, όταν σκάσει στην πόλη το νερό, είναι πολύ αργά πια.Για να γίνει κάτι τέτοιο, βέβαια, χρειάζονται και οι αντίστοιχες κατασκευές. Πρέπει, λοιπόν, οι φυσικές διαμορφώσεις που έχουμε στο ανάντη του Κηφισού, χοντρικά πάνω από την Αττική Οδό, να παραμείνουν και να βελτιωθούν.
- Αντίστοιχες επεμβάσεις έχουν τη δυνατότητα να γίνουν και στον Ιλισό.
- Στα μικρότερα ρέματα, πχ Πικροδάφνης, Χαλανδρίου, πρέπει να σταματήσουμε οποιαδήποτε ιδέα εγκιβωτισμού και βεβαίως τη δόμηση στις όχθες. Είναι απολύτως βέβαιο ότι αυτές οι κατασκευές κάποια στιγμή θα φύγουν μαζί με το νερό.Το νερό έχει μνήμη, όπως λέμε, και θα επανέλθει εκεί που ήταν κάποτε ,παίρνοντας μαζί του ότι βρίσκεται στον δρόμο του. Όπως έγινε και στη Θεσσαλία.
- Τέλος, οφείλουμε να γνωρίζουμε τι θα κάνει ο καθένας και στη στιγμή της πλημμύρας. Από τη διοίκηση μέχρι την επιστημονική κοινότητα.Στην περίπτωση του σεισμού για παράδειγμα, υπάρχει ένας μηχανισμος που αντιδρά άμεσα. Οι έξοδοι διαφυγής, οι χάρτες με τους τόπους συγκέντρωσης του κοινού, οι μηχανισμοί ασφαλείας των μηχανικών που βγαίνουν αμέσως για αυτοψίες.Για τις πλημμύρες δεν υπάρχει κανένα συντονιστικό όργανο, κανένας συντονιστικός μηχανισμός. Γι’ αυτό και στον Παλαμά Καρδίτσας όσοι άνθρωποι δεν πνίγηκαν, σώθηκαν από τις καμπάνες του χωριού. Ούτε καν από το εργαλείο που έχουμε ανακαλύψει, το 112, που το μόνο που έχει να πει είναι ‘τρεξτε να σωθείτε’”.
Τι προσφέρουν τα ποτάμια στις πόλεις μας
Για να ελαφρύνουμε λίγο το κλίμα, να υπενθυμίσουμε ότι τα ανοιχτά ρέματα εντός του αστικού ιστού δεν μας ‘είναι χρήσιμα’ μόνο ως αντιπλημμυρική προστασία, αλλά κάνουν, συνολικά, τη ζωή μας καλύτερη.
“Το νερό μέσα στην πόλη αποτελεί ταυτόχρονα έναν πολύτιμο φυσικό πόρο και ένα δυσεύρετο ενδιαίτημα. Ως φυσικός πόρος, είναι απαραίτητος για την ύπαρξη της ζωής. Ως ενδιαίτημα αποτελεί χώρο διαβίωσης για πολλούς ζωντανούς οργανισμούς και δημιουργεί μικρές οάσεις για τη βιοποικιλότητα μέσα στον αστικό ιστό.
Πλήθος από πουλιά ζουν στις όχθες των ποταμών και στις παραποτάμιες εκτάσεις. Αλκυόνες, νυχτοκόρακες, σουσουράδες, κοτσύφια, χελιδόνια, κουκουβάγιες και πολλά άλλα. Συνολικά, στα ποτάμια και στα ρέματα της Αττικής έχουν καταγραφεί περίπου 150 είδη πουλιών!
Επίσης, τα ρέματα και τα ποτάμια μέσα στην πόλη επιδρούν ευνοϊκά στο μικροκλίμα των περιοχών από τις οποίες περνούν και λειτουργούν ως φυσικοί αεραγωγοί, διευκολύνοντας την ανανέωση του αέρα”.
Καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό είναι αυτό σε περιόδους καύσωνα και ξηρασίας.
“Η φυσική τους βλάστηση συμβάλλει στη μείωση των ρύπων και στη γενικότερη βελτίωση της ποιότητας του υδάτινου και του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος ενώ σε αντίθεση με το τσιμέντο και την άσφαλτο, που αποτελούν αδιαπέραστες επιφάνειες για τα νερά της βροχής, οι φυσικές κοίτες των ρεμάτων συμβάλλουν στον εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφορέων“, μας εξηγεί ο περιβαλλοντολόγος και Υπεύθυνος Περιβαλλοντικών Θεμάτων και Πολιτικής της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, Μαρτίνος Γκαίτλιχ.
Θυμηθείτε την τελευταία σας εκδρομή σε μια πόλη ή χωριό, όπου έρεε δίπλα σας το νερό και φανταστείτε πώς θα ήταν η καθημερινότητά μας, αν δίπλα στους τόνους τσιμέντο όπου ζούμε είχαμε αυτές τις μικρές οάσεις.