Πρόσω ολοταχώς για μία νέα αύξηση επιτοκίων, την 7η από τον περασμένο Ιούλιο, οδεύει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με τη σχετική απόφαση να λαμβάνεται εν μέσω αμφισβητήσεων για τα αποτελέσματα της επίμαχης πολιτικής, αλλά και στη «σκιά» μιας νέας τραπεζικής κρίσης.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, την ερχόμενη Παρασκευή, οπότε και έχει προγραμματιστεί η νέα συνεδρίαση της ΕΚΤ, αναμένεται να ανακοινωθεί μία αύξηση των επιτοκίων πέριξ του 0,25%, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται η ενίσχυσή τους κατά 50 μονάδες βάσης, παρά το γεγονός ότι αφενός, ο πληθωρισμός δείχνει σημάδια αποκλιμάκωσης και άρα, θα μπορούσε να μπει κάποιο «φρένο» και αφετέρου, οι συνέπειες για τους δανειολήπτες τείνουν να γίνουν μη αναστρέψιμες, απειλώντας ευθέως την «υγεία» του τραπεζικού συστήματος. Το τελευταίο δε, βιώνει το τελευταίο διάστημα απανωτά σοκ, από την κατάρρευση ακόμη μιας τράπεζας στις ΗΠΑ – της First Republic Bank, της τρίτης κατά σειρά μετά τις Silicon Valley Bank και Signature Bank – μέχρι τη διάσωση της ελβετικής Credit Suisse και τις πιέσεις στις μετοχές πολλών ευρωπαϊκών τραπεζών.
Όποιο κι αν είναι τελικά το ύψος της αύξησης που θα «κλειδώσει» στη συνεδρίαση της 5ης Μαίου ένα είναι σίγουρο: η «ζημιά» στους δανειολήπτες έχει ήδη γίνει, αφού από πέρυσι τον Ιούλιο έβλεπαν σχεδόν κάθε μήνα τις δόσεις των δανείων τους να αυξάνονται, σε αντίθεση, βεβαίως, με το εισόδημά τους που συνέχισε να πλήττεται από την ακρίβεια. Έτσι, ακόμη και να δικαιούνται το «πάγωμα» του επιτοκίου αναφοράς που ανακοίνωσαν προσφάτως τράπεζες και servicers (σ.σ. αφορά εν ολίγοις σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, με εξασφάλιση σε κατοικία, που φέρουν κυμαινόμενο επιτόκιο και τα οποία είναι εξυπηρετούμενα), το όφελος θα είναι μικρό εν συγκρίσει με την επιβάρυνση που έχουν υποστεί το τελευταίο 10μηνο.