Δυσβάσταχτο το κόστος: 8 στους 10 ενοικιαστές δίνουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για νοίκι
Ειδικά για τους ενοικιαστές το κόστος έχει γίνει δυσβάσταχτο. Από την αρχή του μήνα (σ.σ. ο Σεπτέμβριος είναι παραδοσιακά μήνας εκκίνησης και λήξης αρκετών συμβάσεων μίσθωσης) πολλοί ενοικιαστές έχουν έρθει αντιμέτωποι με αυξήσεις ενοικίου που κυμαίνεται από 12% έως 20%.
Την ίδια ώρα, σε κυνήγι θησαυρού έχει μετατραπεί η μίσθωση ενός οικονομικά προσιτού σπιτιού παρά το γεγονός ότι τα ενοίκια των κατοικιών στην Ελλάδα δεν έχουν ακόμη επανέλθει σε προ κρίσης επίπεδα, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη μείωση στην ΕΕ συγκριτικά με το 2010 (-24,6% με βάση τη Eurostat).
Μειώθηκε το απόθεμα
Η πρόσβαση στην ενοικιαζόμενη κατοικία για μεγάλα τμήματα του μόνιμου πληθυσμού γίνεται ολοένα δυσκολότερη ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας και στις υψηλής τουριστικής ζήτησης περιοχές, καθώς το απόθεμα, που σημειωτέο δεν ανανεώθηκε από το ξέσπασμα της κρίσης, συρρικνώνεται περαιτέρω λόγω των βραχυχρόνιων μισθώσεων, της απαξίωσης του υφιστάμενου κτιριακού δυναμικού, της συγκέντρωσης σημαντικού αριθμού ακινήτων σε funds, της αυξημένης ζήτησης και των υπερβολικών απαιτήσεων μερίδας ιδιοκτητών.
Το αποτέλεσμα είναι το ύψος των ζητούμενων μισθωμάτων να έχει εκτιναχθεί τα τελευταία τρία χρόνια, όταν την ίδια ώρα εν μέσω άγριου πληθωρισμού τα εισοδήματα παραμένουν καθηλωμένα.
Αύξηση 35%
«Η αύξηση των τιμών των ενοικίων τα τελευταία τρία χρόνια είναι κάτι το οποίο αποτελεί πλέον κοινωνικό πρόβλημα» αναφέρει στο «Βήμα» ο κ. Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αστικών Συμβάσεων Αθηνών – Αττικής.
Η μεσοσταθμική αύξηση των ενοικίων είναι της τάξεως του 35% στα μεγάλα αστικά κέντα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα κ.λπ.) και περίπου 25 -30% στην περιφέρεια, σύμφωνα με τον κ. Ποταμιάνο.
Πρωταθλητές στη στεγαστική επισφάλεια
Στη δύσκολη αυτή εξίσωση έρχεται να προστεθεί και το ενεργειακό κόστος, εκτοξεύοντας σε ύψη δυσθεώρητα το συνολικό κόστος στέγασης, με τη στεγαστική επισφάλεια να είναι όμως σημαντικά μεγαλύτερη για όσους νοικιάζουν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για το σύνολο των κατοίκων της χώρας το ποσοστό όσων επιβαρύνονται υπερβολικά από το κόστος στέγασης ήταν 28,8% το 2021 σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ενώ για τους ενοικιαστές σκαρφαλώνει στο τρομακτικό 74,6%. Ο μέσος όρος στην ΕΕ των 27 εκτιμάται σε μόλις 21,2%.
Αν και δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία για το σύνολο της ΕΕ, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Ελλάδα είχε και το 2021 τη θλιβερή πρωτιά με τα περισσότερα νοικοκυριά, τα οποία δαπανούν άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματος για τη στέγασή τους.
Εφέτος μάλιστα, η μεγάλη επιβάρυνση των Ελλήνων για δαπάνες κατοικίας είναι προορισμένη να αυξηθεί και άλλο λόγω των πληθωριστικών πιέσεων.
Το υπέρογκο βάρος των λογαριασμών ενέργειας που έρχεται να προστεθεί στα υψηλότερα ενοίκια διαπιστώνεται ήδη από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUC).
Στην Ελλάδα, όπως και στη Σλοβακία, την Τσεχία και την Ιταλία, ο μέσος ετήσιος λογαριασμός ενέργειας είναι πλέον μεγαλύτερος από τις απολαβές ενός μήνα για έναν εργαζόμενο που κερδίζει το μέσο μισθό. Συγκεκριμένα, χρειάζονται 36 ημέρες εργασίας για την πληρωμή του ετήσιου λογαριασμού ενέργειας στη χώρα μας.
Οι δυσκολίες των ενοικιαστών
Σύμφωνα με την πρώτη πανελλαδική ποσοτική έρευνα που πραγματοποίησε πριν τρείς μήνες το Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή, εστιάζοντας αποκλειστικά στους ανθρώπους που ζουν στο ενοίκιο, οι ενοικιαστές δυσκολεύονται με το ακριβό ρεύμα και τα λειτουργικά έξοδα (65,5%), τα ακριβά μισθώματα (34,8%), την εύρεση ενοικιαζόμενων σπιτιών (28,9%), την κακή ποιότητα των σπιτιών (26,4%) και την ανεπάρκεια ψύξης/θέρμανσης (21,9%).
Φθηνή αλλά ταυτόχρονα πανάκριβη η Αθήνα
Η Αθήνα, η οποία πρωταγωνιστεί στις αυξήσεις των ζητούμενων τιμών ενοικίασης και πώλησης κατοικιών, μπορεί εντός των τειχών να γίνεται σταδιακά απλησίαστη λόγω των χαμηλών εισοδημάτων των Ελλήνων, συγκριτικά όμως με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι φθηνή.
Η ακριβότερη περιοχή ενοικίασης κατοικίας στην Αθήνα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Spitogatos Property Index (SPI) για το δεύτερο τρίμηνο του 2022, παραμένει το Κολωνάκι και ο Λυκαβηττός με ζητούμενο μίσθωμα στα 14,6 ευρώ ανά τ.μ. σε μηνιαία βάση, ενώ ακολουθεί το ιστορικό κέντρο με 13,3 ευρώ ανά τ.μ.
Στον αντίποδα η Πατησίων και τα Πατήσια είναι οι πιο προσιτές περιοχές με ενοίκια 6,6 και 6,7 ευρώ ανά τ.μ. αντίστοιχα.
Για ένα μέσο σπίτι 70 τετραγωνικών το ετήσιο κόστος ενοικίου φθάνει σήμερα τα 7.300 ευρώ στην ελληνική πρωτεύουσα όταν στη Μαδρίτη και στη Βαρσοβία απαιτείται το διπλάσιο ποσό.
Φθηνότερη είναι η Αθήνα και όσον αφορά τις τιμές πώλησης κατοικιών παρά το ράλι που καταγράφουν τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Συγκεκριμένα, από το τελευταίο τρίμηνο του 2017 μέχρι και το φετινό δεύτερο τρίμηνο οι τιμές των κατοικιών στην Αθήνα έχουν αυξηθεί πάνω από 39% με βάση τον δείκτη τιμών ακινήτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στα καινούργια διαμερίσματα, δηλαδή έως 5 ετών, το άλμα στις τιμές το ίδιο διάστημα είναι μεγαλύτερο, καθώς η αύξηση ξεπερνά το 41%.