Οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, όπως είναι το νερό και το ηλεκτρικό, καθώς επίσης οι στρατηγικές, δεν πρέπει ποτέ να ιδιωτικοποιούνται – ενώ για το νερό υπάρχει η απόφαση του ΣΤΕ που το απαγορεύει, οπότε πρέπει να σταματήσουν οι προσπάθειες της κυβέρνησης να την παρακάμψει. Αυτός είναι πάντως ο λόγος που η κυβέρνηση επιμένει στην αυτοδυναμία – το ότι δηλαδή θέλει να συνεχίσει απρόσκοπτη τη νομοθετική ασυδοσία μνημονιακού τύπου και με συνοπτικές διαδικασίες, ελπίζοντας να μην της το επιτρέψουν οι Πολίτες στις εκλογές.
Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος, βουλευτής Επικρατείας της Ελληνικής λύσης
Κοινοβουλευτική Εργασία
Είναι ασφαλώς ατυχές και εξοργιστικό να συζητάμε σήμερα, μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, ένα πολυνομοσχέδιο που συμπεριλαμβάνει ανεξάρτητες αρχές – μετά δηλαδή από την καταστροφή, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην κατάτμηση και στη διάλυση του ΟΣΕ.
Επίσης στην υπαγωγή του στη ΡΑΣ που, όπως αποδείχθηκε, δεν είναι σε θέση να λειτουργήσει σωστά – αλλά και στις ευρωπαϊκές αρχές που είχαν δώσει πιστοποιητικό ασφαλείας στη Hellenic Train, πρώην ΤΡΑΙΝΟΣΕ, η οποία ανήκει πια στην ιταλική κρατική Trenitalia.
Σε μία εταιρία που ήταν απούσα, όσον αφορά την παροχή βοήθειας στα θύματα – όπως άλλωστε συνέβη και με την κακοκαιρία στο παρελθόν.
Το αναφέρουμε εδώ, επειδή κάτι ανάλογο ισχύει για τη ΡΑΕ που, στο σημερινό νομοσχέδιο, αναλαμβάνει και άλλους τομείς, παρά το ότι έχει αποτύχει στους προηγούμενους – με τη διάλυση της ηλεκτροπαραγωγής, με την άναρχη ανάπτυξη των ΑΠΕ και με την εκτόξευση του κόστους ενέργειας, εις βάρος της οικονομίας μας.
Ακόμη χειρότερα, μετά από τρία χρόνια συνεχούς κατάθεσης νομοσχεδίων για τις ΑΠΕ και την ενέργεια, έχουμε εδώ έναν μεγάλο αριθμό διάσπαρτων τροπολογιών – μία νομοθέτηση χωρίς αρχή, μέση και τέλος που λογικά θα κληροδοτηθεί στην επόμενη κυβέρνηση, η οποία θα την αναθεωρήσει.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να συζητηθούν στις τρεις επιτροπές που θα διεξαχθούν, 263 άρθρα – ενώ είναι απαράδεκτο να δρομολογείται η πλάγια ιδιωτικοποίηση του νερού, όπως συμπεραίνεται από το πρώτο μέρος του νομοσχεδίου.
Οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, όπως είναι το νερό και το ηλεκτρικό, καθώς επίσης οι στρατηγικές, δεν πρέπει ποτέ να ιδιωτικοποιούνται – ενώ για το νερό υπάρχει η απόφαση του ΣΤΕ που το απαγορεύει, οπότε πρέπει να σταματήσουν οι προσπάθειες της κυβέρνησης να την παρακάμψει.
Συνεχίζοντας στο νομοσχέδιο, αποτελεί στην ουσία μία συρραφή τριών σχεδίων νόμων – τα οποία οργανώνονται στις εξής τρεις ενότητες:
(α) Στην ενότητα Α που αφορά την ίδρυση μίας νέας ανεξάρτητης αρχής, με τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ΡΑΕ και με τη μετονομασία της σε ΡΑΑΕΥ – με τα άρθρα 1 έως 36 που τέθηκαν σε δημόσια διαβούλευση από τις 16 έως τις 27.2.23, έχοντας 370 σχόλια.
(β) Στην ενότητα Β που έχει σχέση με την παραγωγή ΑΠΕ και με τις ενεργειακές κοινότητες – με τα άρθρα 37 έως 106 που τέθηκαν σε διαβούλευση από τις 15-27.2.23, έχοντας 234 σχόλια.
(γ) Στην ενότητα Γ που αφορά διάφορα περιβαλλοντικά και χωροταξικά θέματα, καθώς επίσης ΑΠΕ – η οποία τέθηκε σε διαβούλευση από τις 24 έως τις 28.2.23, έχοντας 479 σχόλια, παρά το ότι διήρκεσε πολύ λιγότερες ημέρες.
Εδώ, σε αντίθεση με τις άλλες δύο ενότητες, έχουμε περισσότερα άρθρα στο σημερινό νομοσχέδιο, από όσα στη διαβούλευση – 154 σε σχέση με 142.
Όλες αυτές οι ενότητες τώρα, συγκεντρώθηκαν σε ένα μόνο νομοσχέδιο – πιθανότατα λόγω των επικείμενων εκλογών, τουλάχιστον πριν από το δυστύχημα στα Τέμπη.
Είναι χαρακτηριστικό δε της βιασύνης το ότι, για την τρίτη ενότητα η διαβούλευση διήρκεσε μόνο τέσσερις ημέρες, όπως αναφέραμε – ενώ υπάρχουν διαμαρτυρίες για το λόγο αυτό, εκ μέρους των ενδιαφερομένων Πολιτών.
Δεν έχουν νόημα όμως, αφού συνήθως δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν τα σχόλια, ούτε καν στις επιτροπές – ενώ δεν απαντώνται σχεδόν ποτέ τα ερωτήματα μας και η διαδικασία είναι προσχηματική.
Αυτός είναι πάντως ο λόγος που η κυβέρνηση επιμένει στην αυτοδυναμία – το ότι δηλαδή θέλει να συνεχίσει απρόσκοπτη τη νομοθετική ασυδοσία μνημονιακού τύπου και με συνοπτικές διαδικασίες, ελπίζοντας να μην της το επιτρέψουν οι Πολίτες στις εκλογές.
Συνεχίζοντας, στην πρώτη ενότητα γίνεται η μετατροπή της αποτυχημένης ΡΑΕ σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων – καθώς επίσης σε αυτήν της ύδρευσης.
Όπως αναφέρεται στο άρθρο 1, ο σκοπός είναι η ορθολογική ρύθμιση της παροχής υπηρεσιών ύδατος και επεξεργασίας αστικών αποβλήτων, ιδίως ως προς την οργάνωση, τις παρεχόμενες υπηρεσίες, το κόστος και την τιμολόγησή τους – μέσα από την ανάθεση σχετικών αρμοδιοτήτων εποπτείας και ελέγχου, στη ΡΑΑΕΥ.
Γιατί αλήθεια; Σήμερα δεν λειτουργούν ορθολογικά αυτές οι υπηρεσίες; Εάν ναι, τότε πώς θα λειτουργήσουν ορθολογικά;
Στην αιτιολογική έκθεση τώρα, αναγράφονται τα εξής: «Το σημερινό καθεστώς παροχής και διαχείρισης των υπηρεσιών ύδατος και των αστικών αποβλήτων, παρουσιάζει εγγενείς και λειτουργικές αδυναμίες, όπως ο μεγάλος αριθμός και οι ανισοβαρείς δυνατότητες των παρόχων, η ελλιπής εποπτεία τους και η ανεπαρκής λογοδοσία». Η ερώτηση μας εδώ είναι γιατί δεν υπάρχει λογοδοσία και ποιος είναι ο λόγος που πρέπει να τα ελέγχει όλα μια Αρχή που δεν λογοδοτεί;
Αναφέρεται επίσης στην αιτιολογική έκθεση πως για πρώτη φορά ρυθμίζονται κατά τρόπο συνεκτικό, το πεδίο και ο φορέας της ρυθμιστικής και ελεγκτικής εποπτείας των φορέων παροχής υπηρεσιών ύδατος, δηλαδή των ΟΤΑ – επί πλέον της επεξεργασίας αστικών αποβλήτων, υπό τη σημερινή Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Γιατί αλήθεια χρειάζεται μια νέα Αρχή, αφού όλοι αυτοί οι φορείς είναι υπό το κράτος;
Ρητορικό το ερώτημα βέβαια, αφού φαίνεται καθαρά πως προωθείται σταθερά η ιδιωτικοποίηση του νερού – είτε άμεσα που όμως εμποδίσθηκε από το ΣτΕ, είτε έμμεσα μέσω ΣΔΙΤ για τα έργα υποδομής, όπως στον ΟΣΕ.
Σε αυτήν την περίπτωση, εάν για τα έργα υποδομής απαιτηθούν δάνεια, ο χρηματοδότης θα ζητήσει να εγγραφούν υποθήκες στο δίκτυο – κάτι που είτε θα αυξήσει τα τέλη για να καλυφθεί ο τόκος, είτε θα προκληθούν ζημίες.
Στην τελευταία περίπτωση δεν θα μπορούν να πληρωθούν οι τόκοι, οπότε θα καταπέσουν εγγυήσεις και θα ξεπουληθεί η υποδομή σε εξευτελιστική τιμή. Δεν θα επρόκειτο εδώ για ιδιωτικοποίηση από την πίσω πόρτα;
Θεωρούμε πάντως ότι, οι ρυθμίσεις για την ΡΑΑΕΥ παραβιάζουν άρθρα του Συντάγματος, όπου επιβάλλεται έλεγχος του Κράτους στους φορείς παροχής υπηρεσιών ύδρευσης – ενώ επεκτείνεται στα έργα και υπηρεσίες διαχείρισης, συντήρησης, επισκευής, κατασκευής, επέκτασης, ανανέωσης και εκμετάλλευσης του συνόλου της μοναδικής υφιστάμενης βασικής υποδομής, για την παροχή υπηρεσιών ύδρευσης στον πληθυσμό.
Η Ανεξάρτητη Αρχή, στην οποία η κυβέρνηση θέλει να μεταβιβάσει τα παραπάνω, είναι εκτός της Κεντρικής Κυβέρνησης και δεν επιτρέπεται – ενώ, όπως έχουμε διαπιστώσει από τις αποτυχημένες ΡΑΣ και ΡΑΕ, θα είχε επί πλέον καταστροφικά αποτελέσματα.
Το θέμα είναι βέβαια ότι, το ξεπούλημα του νερού απαιτείται σταθερά από την Τρόικα, όπως αναφέρεται στις αξιολογήσεις – ενώ πρόσφατα επικρότησε τους χειρισμούς της κυβέρνησης.
Αναφερόμαστε εδώ στην τροπολογία για την παράκαμψη της απόφασης του ΣΤΕ, έτσι ώστε η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ να παραμείνουν στο Υπερταμείο των ξένων – όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά.
Έχει επίσης ενδιαφέρον το ότι το νομοσχέδιο, με το άρθρο 12, δρομολογεί την αναδιάρθρωση των υφισταμένων παρόχων υπηρεσιών ύδατος, με συνενώσεις ή με συγχωνεύσεις – προς ενίσχυση της διαχειριστικής τους ικανότητας.
Εν προκειμένω, έχουν προκληθεί ήδη αντιδράσεις, όπως στη Λάρισα και αλλού – ενώ δεν υπάρχει κάποιος λόγος ενσωμάτωσης τους, εκτός εάν ο σκοπός είναι η μεταφορά νερού από τη μία περιοχή στην άλλη.
Υπάρχουν τέτοιες σκέψεις; Σε κάθε περίπτωση, ο πρωθυπουργός στη Λάρισα απέκλεισε πρόσφατα την περίπτωση μεταφοράς του νερού του Αχελώου, για αγροτική χρήση – παρά το ότι κάτι τέτοιο θα ήταν χρήσιμο.
Τέλος, αυξάνεται το μέγεθος της ΡΑΕ και το κόστος, κατά συνολικά δώδεκα άτομα – με έναν Αντιπρόεδρο, με πέντε λοιπά μέλη της Αρχής και με έξι επιπλέον θέσεις, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, στη Γραμματεία.
Στη δεύτερη ενότητα και στα άρθρα 37 έως 106, αναφέρεται ως σκοπός η προώθηση της χρήσης των ΑΠΕ – κάτι για το οποίο έχουμε ήδη πολλούς νόμους.
Όσον αφορά τη σχετική οδηγία της ΕΕ, την 2018/2001, εμφανίζεται να έχει υιοθετηθεί από την Ελλάδα τον Ιούνιο του 2021 – σημειώνοντας πως δεν έχουμε διαπιστώσει ποτέ να μεταφέρονται οι οδηγίες επακριβώς.
Στο άρθρο 39, στο σκοπό, αναφέρεται πως η Ελλάδα πρέπει να συνεργάζεται με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – έτσι ώστε συλλογικά το μερίδιο της ενέργειας από ΑΠΕ στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2030, να ανέρχεται τουλάχιστον στο 32%, εκτός εάν αλλάξει.
Τι σημαίνει αυτό; Το 2021 η χώρα μας είχε μερίδιο στις ΑΠΕ ύψους 22%, όσο ο μέσος όρος της ΕΕ – ενώ υπολείπονταν μεγάλες χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Πολωνία. Εάν δεν φτάσει στο 32% η Γερμανία, για παράδειγμα, θα πρέπει να αυξήσουμε εμείς το ποσοστό; Αυτό σημαίνει;
Στο ΕΣΕΚ πάντως βλέπουμε τις ΑΠΕ το 2030 στο 67% για ηλεκτροπαραγωγή – ενώ συνολικά στο 30,9% ή άνω του 35%, όπως αναφέρει το ΕΣΕΚ στους γενικούς στόχους.
Επομένως, αυτός ο στόχος έχει ήδη υιοθετηθεί. Είναι όμως εφικτός και με ποιες οικονομικές συνέπειες;
Σημειώνεται εδώ ότι το ΕΣΕΚ της ΝΔ του 2019 είναι ήδη για τα σκουπίδια, αφού προβλέπεται μέγιστο κόστος ηλεκτρισμού 120 €/MWh – κάτι που δεν ισχύει πια, ακόμη και πριν από τα προβλήματα με τις κυρώσεις στην Ρωσία.
Εδώ πρόκειται για το τελικό στην παραγωγή – όχι στον καταναλωτή μετά τις επιδοτήσεις όπως σήμερα, ενώ οι επιδοτήσεις κοστίζουν και θα μας χρεωκοπήσουν.
Προβλέπει επίσης ενεργειακή εξάρτηση της τάξης του 70-75% και κλείσιμο των λιγνιτών, χωρίς να αναφέρει κάποια εκμετάλλευση εξορύξεων – ενώ δεν θέλουμε ούτε να σκεφτούμε τι σημαίνει η ενεργειακή αυτή εξάρτηση, σε μια υπερχρεωμένη χώρα που περιμένει να τροφοδοτηθεί με LNG, στην σειρά μαζί με όλες οι άλλες στην ΕΕ, για να επιβιώσει.
Συνεχίζοντας, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις για Κοινότητες Ανανεώσιμης Ενέργειας – κάτι που ήδη υπάρχει, αλλά διαφοροποιείται. Ορίζεται δε η νομική μορφή, η σύσταση το μητρώο και η λύση τους – ενώ γίνονται τροποποιήσεις για Ενεργειακές Κοινότητες Πολιτών, με τα άρθρα 86 έως 103.
Επί πλέον, υπάρχουν τα άρθρα 63 έως 67, για αυτοπαραγωγή ενέργειας – όπου στο άρθρο 63 παρ. 6β αναφέρεται ότι, η αυτοπαραγωγή επιτρέπεται έως το σημείο που ανέρχεται στο 8% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος ηλεκτρικής ενέργειας, με το περισσότερο να μπορεί να έχει επιβαρύνσεις.
Οφείλουμε πάντως να σημειώσουμε εδώ πως ήδη η κυβέρνηση έχει απογοητεύσει τα νοικοκυριά με τα φωτοβολταϊκά στέγης, καταργώντας την ενίσχυση – οπότε υπάρχει θέμα αναξιοπιστίας της. Μήπως δρομολογείται απλά και μόνο για να μοιραστούν ευρωπαϊκά χρήματα στην αγορά;
Παρατίθενται επίσης πολλές λεπτομέρειες, όσον αφορά εκπομπές διαφόρων ειδών καυσίμων, στο άρθρο 85 – χωρίς όμως να υπάρχει κοστολόγηση, οπότε δεν έχει κανένα νόημα να ασχοληθούμε με τις λεπτομέρειες.
Στην τρίτη ενότητα και στα άρθρα 107 έως 261, περιλαμβάνονται διάφορες ρυθμίσεις για την τιμολόγηση, για την επιδότηση δηλαδή των ΑΠΕ, για τη Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης και για την αδειοδότηση τους – ενώ αναφέρονται τρόποι ενίσχυσης σταθμών ΑΠΕ σε συνδεδεμένα και μη νησιά, θέματα χωροταξικά για την τοποθέτηση των μονάδων ΑΠΕ και παρατάσεις στις αδειοδοτήσεις.
Ο συγκεκριμένες τρόπος ενίσχυσης, μέσω του Χρηματιστήριου Ενέργειας, έχουμε τονίσει πολλές φορές πως είναι δαιδαλώδης, εκ των πραγμάτων αδιαφανής και επισφαλής – οπότε δεν υπάρχει λόγος να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, πόσο μάλλον όταν εμείς έχουμε εντελώς διαφορετικές προτάσεις.
Δρομολογούνται επί πλέον θέματα μετακίνησης προσωπικού μεταξύ ΔΕΗ, ΔΕΔΗΕ και ΔΕΠΑ Εμπορίας – επίσης όσον αφορά την ηλεκτροκίνηση, για την εγκατάσταση σημείων φόρτισης.
Δυστυχώς ακόμη ασχολούμαστε – έχοντας προβλέψει από την αρχή τις καθυστερήσεις, σε σχέση με το νόμο του 2019 του κ. Χατζηδάκη.
Ειδικά όσον αφορά το άρθρο 152, οι χρεώσεις για Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας την περίοδο 1.11.2021 – 31.3.2022, οι οποίες είχαν ανασταλεί ως ελάφρυνση, διαγράφονται πλέον. Δεν είναι λάθος, αλλά συμπεριλαμβάνονται αγρότες και βιομηχανίες που έχουν επιβαρυνθεί και πρέπει να στηριχθούν περαιτέρω, για να διατηρηθεί η παραγωγή.
Με το άρθρο 155 τώρα, προβλέπεται η σύναψη διμερών συμβάσεων για σταθμούς, αντί του χρηματιστηρίου ενέργειας – κάτι που είναι θετικό και ευχόμαστε να λειτουργήσει σωστά, γνωρίζοντας πως σχεδόν σε όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ διαπραγματεύεται ένα μικρό μόνο μέρος στο χρηματιστήριο.
Σε σχέση με το άρθρο 162 που αφορά έργα υδροηλεκτρικών σταθμών εθνικής σπουδαιότητας, αφορά το φράγμα της Μεσοχώρας; Εάν ναι, θα ήταν ασφαλώς θετικό, αλλά δεν αναφέρεται κόστος.
Περαιτέρω, υπάρχουν θέματα για τον καθορισμό και την εκμετάλλευση λατομείων και μεταλλείων στα άρθρα 166 έως 172, θέματα προστασίας περιβάλλοντος και περιοχών NATURA – καθώς επίσης για τεχνικά έργα από τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, στα άρθρα 182 έως 189.
Στα άρθρα δε 190 έως 211, περιλαμβάνονται κυρώσεις για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος – όπως για την προστασία της άγριας πανίδας, για φθορές από ζώα, για παράνομη θύρα κλπ.
Τέλος, αναφέρονται θέματα καθορισμού δασικών εκτάσεων στα άρθρα 212 έως 224, όπως σε λιμένα και σε camping, όπου περιλαμβάνεται η δημιουργία χώρου δασικής αναψυχής στο Δήμο Γαλατσίου Αττικής, έκτασης 128 στρεμμάτων (άρθρο 212) – επί πλέον, διάφορες χωροταξικές και πολεοδομικές τροπολογίες στα άρθρα 225 έως 254 και θέματα για απόβλητα, στα άρθρα 255 έως 261.
Κλείνοντας με το ΓΛΚ, υπάρχει μεν κοστολόγηση των αμοιβών του νέου προσωπικού της ΡΑΑΕΥ, αλλά καμία αναφορά σε λειτουργικά έξοδα – σαν να μην πρόκειται να υπάρξουν.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε αναφορές του ΓΛΚ σε έναν μακρύ κατάλογο από ενδεχόμενες δαπάνες ή απώλεια εσόδων, όσον αφορά τα κίνητρα για τις ΑΠΕ του σχεδίου νόμου, χωρίς καμία κοστολόγηση – όπως, για παράδειγμα, για τον ΕΛΑΠΕ από τη μείωση του Τέλους Δέσμευσης Φυσικού Χώρου του άρθρου 60, της χορήγησης της Λειτουργικής Ενίσχυσης στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα του άρθρου 109 και στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά των άρθρων 113 έως 115.
Εκτός αυτού, της εξαίρεσης των επαγγελματιών αγροτών/κατόχων φωτοβολταϊκών σταθμών, από το ανώτατο όριο για την προσαυξημένη τιμή αποζημίωσης, η οποία καταβάλλεται σε φωτοβολταϊκούς σταθμούς που λειτουργούν, στο άρθρο 121 – καθώς επίσης της προσαύξησης κατά ποσοστό 25%, των τιμών αναφοράς και των τιμών αποζημίωσης, για τους σταθμούς των βιομάζας και βιοαερίου του άρθρου 151.
Επί πλέον πιθανή δαπάνη, σε περίπτωση που η χώρα μας αναγκαστεί να δεχθεί τη μεταβίβαση της ενδεχόμενης πλεονάζουσας παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ από άλλο κράτος μέλος, κάτι που θεωρούμε απαράδεκτο, στο άρθρο 70 παρ.4 – καθώς επίσης κάποια επιμέρους κόστη για οργανωτικά στον ΟΦΥΠΕΚΑ και στο Μητρώο Ενεργειακών Κοινοτήτων.
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα του κόστους της ενέργειας είναι τεράστιο – τόσο όσον αφορά αυτή καθαυτή την ενέργεια, όσο και τον πληθωρισμό που προκαλεί στην οικονομία.
Δεν μπορούμε φυσικά να δεχθούμε μια τέτοια νομοθέτηση, χωρίς κοστολόγηση των συνεπειών της – αφού θα ήταν σαν να λέγαμε «πάμε και όπου βγει», όπως ο μηχανοδηγός στα Τέμπη. Επομένως αυτός είναι ένας από τους λόγους που θα καταψηφίσουμε το νομοσχέδιο – χωρίς να υποβαθμίζουμε τους υπόλοιπους, όπως στο θέμα του νερού.
………………………………………………………………………………….
Νερό: Έρχονται αυξήσεις τιμών και η Ρυθμιστική Αρχή προάγγελος (;) ιδιωτικοποίησης
«Πνίγονται» στα ρηχά οι διαβεβαιώσεις κυβερνητικών και άλλων παραγόντων πως δεν υπάρχει πρόθεση για πώληση του νερού. Ακόμα και αν αυτή τη στιγμή δεν τίθεται θέμα αλλαγής της στρατηγικής για την ιδιωτικοποίηση, η fast track σύσταση ανεξάρτητης Αρχής εγείρει ερωτήματα. Δηλαδή, ορίζονται αρμοδιότητες βάσει των οποίων θα ρυθμίζονται ζητήματα αγοράς στην παροχή ύδατος, αν και στην Ελλάδα οι υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης προσφέρονται από δημόσιες επιχειρήσεις.
Το προτεινόμενο πλαίσιο για την ΡΑΑΕΥ, κατατέθηκε στην Βουλή την 1η Μαρτίου, δηλαδή κατά τη διάρκεια του εθνικού πένθους για το δυστύχημα στα Τέμπη, ενώ προηγήθηκε διαβούλευση fast-track μόλις τεσσάρων ημερών που περιλάμβαναν και το τριήμερο της Αποκριάς. Πρόκειται για τη μετονομασία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ).
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του in, δεν εξυπηρετεί μόνο την εποπτεία, ρύθμιση, κοστολόγηση και τιμολόγηση ενός υπό δημόσιο έλεγχο δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης, αλλά και για την ενδεχόμενη αλλαγή στρατηγικής προς μια λογική ιδιωτικοποίησης.
Και αυτό γιατί μια βασική πλευρά της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών, ή της «απελευθέρωσης αγορών», για να χρησιμοποιήσουμε πιο τεχνοκρατική ορολογία, είναι η ίδρυση ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών που να εγγυώνται την εύρυθμη λειτουργία αυτών των αγορών.
Οι αρμοδιότητες της ΡΑΑΕΥ διευρύνονται και είναι: «ο έλεγχος, η ρύθμιση και η εποπτεία της αγοράς ενέργειας, καθώς και ο έλεγχος, η ρύθμιση και η εποπτεία θεμάτων σχετικών με την παροχή υπηρεσιών ύδατος και διαχείρισης αστικών αποβλήτων, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας». Αρμοδιότητες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εάν αποφασιστεί ιδιωτικοποίηση.
Είναι ο μετασχηματισμός της ΡΑΕ, προάγγελος ιδιωτικοποίησης του νερού; Είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί στο μέλλον. Το παρελθόν ωστόσο έχει απαντήσεις. Η δημιουργία της ΡΑΕ έγινε ακριβώς στο πλαίσιο της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας και της εισόδου των ιδιωτικών εταιρειών που παράγουν ενέργεια. Ήταν ακριβώς η διαμόρφωση μιας αγοράς ενέργειας με πολλαπλούς παρόχους που έθεσε την ανάγκη ύπαρξης μιας Ρυθμιστικής Αρχής που να μπορεί να ρυθμίσει αυτή την αγορά. Έτσι, ιδρύθηκε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας το 1999, με τον ίδιο νόμο που για πρώτη φορά νομοθέτησε την απελευθέρωση της παραγωγής και εκμετάλλευσης ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας.
Η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στην περίοδο των μνημονίων
Η ιστορία ξεκινά από έναν νόμο της κυβέρνησης Σημίτη, τον 2744/1999. Αυτός διαχώριζε ένα ΝΠΔΔ, την «Εταιρία Παγίων ΕΥΔΑΠ», στο οποίο μεταβιβάστηκαν τα φράγματα και οι ταμιευτήρες του Μόρνου, του Μαραθώνα και του Ευήνου, τα έργα και οι εγκαταστάσεις της Υλίκης και τα ακίνητα της ΕΥΔΑΠ, και την ΕΥΔΑΠ ΑΕ. Ο νόμος επέτρεπε να διατεθεί σε επενδυτές έως και 49% των μετοχών της ΕΥΔΑΠ ΑΕ. Σε αυτό το πλαίσιο δόθηκε σε ιδιώτες το 38,67% και διατηρήθηκε από το δημόσιο το 61,33%.
Στην περίοδο των Μνημονίων, με το Μεσοπρόθεσμο που ψηφίστηκε το 2011 (Ν. 3985/2011) η ΕΥΔΑΠ ΑΕ και τη ΕΥΑΘ ΑΕ συμπεριλήφθηκαν στις προς ιδιωτικοποίηση εταιρείες. Με δύο αποφάσεις, το 2011 και το 2012 της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων και στη βάση του θεσμικού πλαισίου του ΤΑΙΠΕΔ μεταβιβάστηκαν στο τελευταίο 27,3% και 34,033% των μετοχών της ΕΥΔΑΠ ΑΕ.
Η προοπτική ιδιωτικοποίησης των εταιρειών που διαχειρίζονται ένα δημόσιο αγαθό όπως είναι το νερό, προκάλεσε όπως ήταν εύλογο πολύ μεγάλες αντιδράσεις. Αυτό σήμαινε και προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) για να κριθούν αντισυνταγματικές οι σχετικές διατάξεις. Ειδικά για την ΕΥΑΘ υπήρξε και δημοψήφισμα που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη και όπου καταγράφηκε η μεγάλη αντίθεση των πολιτών σε ενδεχόμενη ιδιωτικοποίηση.
Σημειώνουμε εδώ ότι ακόμη και η ΕΕ έχει αναγνωρίζει ότι το νερό δεν είναι ένα τυπικό «εμπορικό προϊόν». Σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ, «Το ύδωρ δεν είναι εμπορικό προϊόν όπως όλα τα άλλα, αλλά αποτελεί κληρονομιά που πρέπει να προστατεύεται και να τυγχάνει της κατάλληλης μεταχείρισης».
Οι αποφάσεις του ΣτΕ επιμένουν στον δημόσιο έλεγχο σε ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ
Το 2014 εκδόθηκε η απόφαση 1906/2014 του ΣτΕ. Αυτή έκρινε αντισυνταγματική την απόφαση μεταβίβασης του 34,033% των μετοχών της ΕΥΔΑΠ. Το σκεπτικό ήταν ότι μπορεί η ύδρευση και αποχέτευση να μην ανήκουν στον πυρήνα της κρατικής λειτουργίας (άρα μπορούν να προσφερθούν από μια υπό δημόσιο έλεγχο ανώνυμη εταιρεία), εντούτοις το Σύνταγμα, στο άρθρο 5, παρ. 5 και το άρθρο 21, παρ. 3, ορίζει ως υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την προστασία της υγείας των πολιτών.
Η ιδιωτικοποίηση διακινδύνευε αυτή τη διάσταση:
«[Η] παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Τούτο ισχύει και προκειμένου περί των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, τις οποίες δύναται να παρέχει μια δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί υπό νομικό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου ως ανώνυμη εταιρεία. Ο χαρακτήρας, όμως, της δημοσίας επιχειρήσεως αναιρείται στην περίπτωση της αποξενώσεως του Ελληνικού Δημοσίου από τον έλεγχο της ανωνύμου εταιρείας δια του μετοχικού κεφαλαίου, ήτοι της αποξενώσεώς του από εκείνο το ποσοστό των μετοχών (μεγαλύτερο του 50% σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας και το καταστατικό) που εξασφαλίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τη δυνατότητα εκλογής, από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. […] Στην περίπτωση αυτή η δημόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται όχι μόνον τύποις, δια της υπαγωγής της στις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου που διέπουν τις ανώνυμες εταιρείες, αλλά και κατ’ ουσίαν, μετατρεπόμενη σε ιδιωτική επιχείρηση, διότι παρέχεται σε ιδιώτες επενδυτές η νομική δυνατότητα συγκεντρώσεως του ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου που εξασφαλίζει τον ιδιοκτησιακό έλεγχο και την εκλογή της πλειοψηφίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας. Η δε κατ’ ουσίαν μετατροπή της δημοσίας επιχειρήσεως σε ιδιωτική, που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος, καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ μέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας, και δη υψηλής ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλήρως με την κρατική εποπτεία.».
• Η απόφαση αυτή του ΣτΕ ουσιαστικά «μπλόκαρε» κάθε σκέψη να πωληθούν πλειοψηφικά μετοχικά πακέτα της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στη μεταβίβαση του συνόλου των μετοχών κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ), το «Υπερταμείο», που έχει σήμερα το 50% +1 μετοχή της ΕΥΔΑΠ. Ωστόσο τέθηκε το ζήτημα εάν αυτό είναι όντως έλεγχος της επιχείρησης από το Δημόσιο. Πάνω σε αυτό το ζήτημα ήρθε η απόφαση 190/2022 του ΣτΕ, που υποστήριξε ότι το να κατέχει η ΕΕΣΥΠ την πλειοψηφία των μετοχών δεν συνιστά τον άμεσο έλεγχο του δημοσίου.
Και αυτό γιατί η ΕΕΣΥΠ έχει κυρίως ταμειακούς και ταμιευτικούς στόχους, η διοίκησή της δεν διορίζεται άμεσα από το Δημόσιο και άρα η κατοχή της πλειοψηφίας των μετοχών της ΕΥΔΑΠ από την ΕΕΣΥΠ δεν συνιστά ότι το δημόσιο εγγυάται όντως την κοινή ωφέλεια.
«Υπό συνθήκες παροχής των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης στον πληθυσμό της Αττικής μονοπωλιακώς, από δίκτυα μοναδικά στην περιοχή και ανήκοντα, ιδιοκτησιακώς, στην ΕΥΔΑΠ ΑΕ, ήτοι στον φορέα που παρέχει τις υπηρεσίες δυνάμει σύμβασης παραχώρησης, είναι συνταγματικώς επιβεβλημένος ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ ΑΕ από το Ελληνικό Δημόσιο, όχι απλώς με την άσκηση εποπτείας επ’ αυτής, αλλά και δια του μετοχικού της κεφαλαίου […]μόνον εάν το Ελληνικό Δημόσιο διατηρεί κατ’ ουσίαν την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της δημόσιας της επιχείρησης, η οποία παρέχει υπηρεσίες κοινής ωφέλειας απολύτως ζωτικής σημασίας για τον πληθυσμό της Αττικής, εξασφαλίζονται τόσο τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του Δημοσίου επί της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, όσο και η εκλογή της πλειοψηφίας των μελών του ΔΣ της επιχείρησης από το κατέχον την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου της Δημόσιο.». Επομένως, «η μεταβίβαση, δυνάμει του Ν. 4389/2016, από το Δημόσιο στην ΕΕΣΥΠ ΑΕ ποσοστού μεγαλύτερου του 50% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ ΑΕ αντίκειται της διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος».
● Για το ΣτΕ «η ΕΕΣΥΠ ΑΕ, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου παρεμβαλλόμενο μεταξύ του Δημοσίου και της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, επιδιώκει, προεχόντως, σκοπούς ταμειακούς και ταμιευτικούς με τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας προσιδιάζοντα στην εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών». Επιπλέον, «ο νόμος δεν επιφυλάσσει στο Ελληνικό Δημόσιο ούτε τον έμμεσο έλεγχο της ΕΥΔΑΠ ΑΕ […]. «Τούτο διότι το ΔΣ της ΕΕΣΥΠ, που, αφενός, έχει το τεκμήριο αρμοδιότητας για όλα τα σχετιζόμενα με τη διαχείριση της Εταιρείας θέματα και, αφετέρου, ασκεί τα δικαιώματα ψήφου της ΕΕΣΥΠ στις θυγατρικές της, διορίζοντας… τα όργανα διοίκησης της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, δεν ορίζεται από τη ΓΣ της ΕΕΣΥΠ, δηλαδή από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά από ειδικό συλλογικό όργανο, το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ. Τα δε μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου δεν ορίζονται από το Δημόσιο, αλλά με συναπόφαση του Ελληνικού Δημοσίου, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ενεργούντων από κοινού, αφετέρου». Επιπλέον, το δικαστήριο τόνισε ότι το θεσμικό πλαίσιο για τη μεταβίβαση στη ΕΕΣΥΠ, δεν είχε κανένα μηχανισμό που να επιτρέπει στο δημόσιο να παρέμβει, ώστε η ΕΥΔΑΠ να κινείται μέσα στα όρια των συνταγματικών επιταγών.»
Σε απάντηση της απόφασης αυτής του ΣτΕ η κυβέρνηση προχώρησε σε νομοθετική ρύθμιση συμπεριλαμβάνοντας σχετική πρόβλεψη στα άρθρα 114 και 115 του Ν. 4964/2022. Εκεί αφενός όρισε ότι δεν μπορεί να μην έχει πλειοψηφία στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΥΔΑΠ (και της ΕΥΑΘ), η ΕΕΣΥΠ, όπως και ότι η ΕΕΣΥΠ ψηφίζει στις γενικές συνελεύσεις των εταιριών, πάντα κατόπιν έγκρισης του ελληνικού Δημοσίου. Αφετέρου, αναγνώρισε ως σύννομες και ισχυρές τόσο τις μεταβιβάσεις των μετοχών των ΕΥΔΑΠ ΑΕ και ΕΥΑΘ ΑΕ στην ΕΕΣΥΠ αλλά και όλες τις αποφάσεις ελήφθησαν στη συνέχεια. Υπογράμμισε παράλληλα ότι η ΕΕΣΥΠ καλείται «να συμβάλλει ουσιαστικά στην εκπλήρωση της συνταγματικής υποχρέωσης του κράτους για αδιάλειπτη και υψηλής ποιότητας παροχή στο κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης».
Με μια ακόμη απόφαση του το ΣτΕ, τον Δεκέμβριο του 2022 ακύρωσε την υπ’ αριθμ. 135275/19.05.2017 απόφαση της διυπουργικής Εθνικής Επιτροπής Υδάτων (γνωστής ως ΚΥΑ τιμολόγησης νερού). Η απόφαση υπογραμμίζει ότι η διαχείριση του νερού δεν μπορεί να γίνει με όρους εμπορικού προϊόντος, αλλά κοινωφελούς αγαθού. Η ΚΥΑ ακυρώθηκε γιατί δεν είχε κανόνες για το πώς οι πάροχοι υπηρεσιών ύδατος θα προσάρμοζαν την τιμολογιακή τους πολιτική στα εγκεκριμένα σχέδια απορροής ποταμών, ούτε προβλεπόταν πώς η τιμολογιακή πολιτική διαμορφώνεται κατά τρόπο σύμφωνο με τις ευρωπαϊκές οδηγίες.
Ο μετασχηματισμός της ΡΑΕ, προάγγελος ιδιωτικοποίησης του νερού;
Σε αυτό το φόντο μπορούμε να δούμε το νομοσχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας που αφορά εκτός των άλλων τη μετονομασία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) με αντίστοιχη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων.
Η πρωτοβουλία αυτή εξαρχής προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις. Ο λόγος είναι ότι η δημιουργία της ΡΑΕ έγινε ακριβώς στο πλαίσιο της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας και της εισόδου των ιδιωτικών εταιρειών που παράγουν ενέργεια. Ήταν αυτό το γεγονός της διαμόρφωσης μιας αγοράς ενέργειας με πολλαπλούς παρόχους που έθεσε και το θέμα της ύπαρξης μιας Ρυθμιστικής Αρχής που να μπορεί να ρυθμίσει αυτή την αγορά.
Εύλογα θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί εάν η προσθήκη και των υδάτων στο πλαίσιο μιας ρυθμιστικής αρχής που αποτελεί τη συνέχεια της ΡΑΕ, σηματοδοτεί και την πολιτική απόφαση να υπάρξουν ξανά βήματα προς ιδιωτικοποίηση και στο χώρο των υδάτων.
Σημειώνουμε εδώ ότι για την ίδρυση μιας ρυθμιστικής αρχής για το νερό δεν υπάρχει κάποια δεσμευτική υποχρέωση απέναντι στην ΕΕ. Γι’ αυτό και το νομοσχέδιο απλώς αναφέρεται σε άλλες χώρες στην Ευρώπη που έχουν εφαρμόσει τέτοιες πολιτικές.
Οι αρμοδιότητες της ΡΑΑΕΥ και το υπουργείο Ενέργειας
Οι αρμοδιότητες της ΡΑΑΕΥ έτσι διευρύνονται και είναι: «ο έλεγχος, η ρύθμιση και η εποπτεία της αγοράς ενέργειας, καθώς και ο έλεγχος, η ρύθμιση και η εποπτεία θεμάτων σχετικών με την παροχή υπηρεσιών ύδατος και διαχείρισης αστικών αποβλήτων, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας». Σε αυτό το πλαίσιο, πέραν του προέδρου της, η ΡΑΑΥ θα έχει και τρεις αντιπροέδρους, έναν για κάθε τομέα ευθύνης της. Αρμοδιότητες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εάν αποφασιστεί ιδιωτικοποίηση.
Η κυβέρνηση με δηλώσεις του αρμόδιου υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα στη Βουλή, επέμεινε ότι δεν υπάρχει θέμα ιδιωτικοποίησης του νερού. Όπως ανέφερε ο υπουργός ΠΕΝ, «το ΣτΕ αναφέρει σε αποφάσεις του ότι είναι συνταγματικός και επιβεβλημένος ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ από το Δημόσιο όχι μόνο με εποπτεία αλλά και μέσω του μετοχικού της κεφαλαίου. Εμείς πάμε ένα βήμα παρακάτω και για πρώτη φορά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου ότι υπάρχει αποκλειστικό δικαίωμα παροχής υπηρεσιών ύδατος από τις δημόσιες υπηρεσίες. Δεν έχουμε καμία πρόθεση και δεν είναι σωστό να ιδιωτικοποιηθεί το νερό».
Η ακτινογραφία των διατάξεων
Ωστόσο μια σειρά από προβλέψεις του νομοσχεδίου – που αποφεύγει τη φράση «αγορά ύδατος» (ενώ μιλάει για «αγορά ενέργειας») προτιμώντας τη φράση «παροχή υπηρεσιών ύδατος» – σαφώς θα μπορούσαν να «αξιοποιηθούν», εάν ληφθεί η πολιτική απόφαση για ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ ή της ΕΥΑΘ, ή άλλων παρόχων νερού σε περιφερειακό επίπεδο, και εάν παρακαμφθεί ο τρόπος που το ΣτΕ μέχρι τώρα επιμένει σταθερά ότι το νερό πρέπει να παρέχεται από δημόσια εταιρεία με άμεσο έλεγχο του δημοσίου.
● Για παράδειγμα, στο άρθρο 11, ανάμεσα στα άλλα, προβλέπεται ότι αρμοδιότητα της ΡΑΑΕΥ είναι να «παρακολουθεί και εποπτεύει την ορθή εφαρμογή συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών ύδατος σε τρίτους», ότι «πιστοποιεί τους παρόχους υπηρεσιών ύδατος».
● Ιδιαίτερα σημαντική είναι η διατύπωση του άρθρου 12, προσθέτει άρθρο 12Β στον Ν. 4001/2011 «Αναδιοργάνωση παρόχων υπηρεσιών ύδατος – Διαχειριστική επάρκεια – Εξουσιοδότηση.
Το άρθρο 12, στο νομοσχέδιο του υπουργείου Ενέργειας.
1. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (Ρ.Α.Α.Ε.Υ.) υποβάλλει στους Υπουργούς Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εσωτερικών πρόταση ολοκληρωμένης δέσμης μέτρων, συνοδευόμενη από ανάλυση οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών, για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής λειτουργίας του συνόλου των παρόχων υπηρεσιών ύδατος, συμπεριλαμβανομένου του βέλτιστου προτεινόμενου αριθμού τους και του καταμερισμού του γεωγραφικού πεδίου άσκησης των αρμοδιοτήτων τους, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνει την αναδιοργάνωση των υφιστάμενων παρόχων υπηρεσιών ύδατος με συνενώσεις ή συγχωνεύσεις, προς ενίσχυση της διαχειριστικής τους ικανότητας.
2. Η διαπίστωση διαχειριστικής επάρκειας των παρόχων υπηρεσιών ύδατος από τη Ρ.Α.Α.Ε.Υ. αποτελεί προϋπόθεση για την αξιολόγηση προτάσεων των παρόχων υπηρεσιών ύδατος και την υλοποίηση προγραμμάτων μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων στον τομέα των υπηρεσιών ύδατος. Από το πρώτο εδάφιο εξαιρούνται οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων.
3. Με απόφαση της Ρ.Α.Α.Ε.Υ. δύνανται να θεσπίζονται κριτήρια αξιολόγησης της διαχειριστικής ικανότητας των παρόχων υπηρεσιών ύδατος και τα ελάχιστα επίπεδα πλήρωσης των κριτηρίων αυτών, για την πιστοποίηση της επάρκειάς τους, ως προς τοελάχιστο απαιτούμενο επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών στους οικείους καταναλωτές.»
Σχόλιο κατά τη διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης
Είναι σαφές ότι αυτή η διατύπωση δεν παραπέμπει απλώς σε μια προσπάθεια να λειτουργήσουν αποδοτικότερα οι υπάρχοντες δημόσιοι πάροχοι ύδατος. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη διαμόρφωση νέων φορέων με συμμετοχή ιδιωτών ή για την πιστοποίηση τυχόν ιδιωτών παρόχων. Και βέβαια έχει το πολιτικό «πλεονέκτημα» να μπορεί να παρουσιάσει μια διαδικασία που κατατείνει στην ιδιωτικοποίηση, άμεση ή έμμεση, ως απόφαση μιας ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής και όχι ως κυβερνητική επιλογή, με όλο το κόστος που κάτι τέτοιο θα είχε.
● Αντίστοιχα, στο άρθρο 19 που αναφέρεται στη διαδικασία της διαιτησίες προστίθενται και οι εξής περιπτώσεις:
«δ) οι διαφορές μεταξύ προσώπων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών ύδατος,
ε) οι διαφορές μεταξύ των πελατών/καταναλωτών και των παρόχων υπηρεσιών ύδατος, καθώς και μεταξύ παρόχων,»
Είναι σαφές ότι και εδώ έχουμε διατυπώσεις που παραπέμπουν σε μια αγορά υπηρεσιών ύδατος και μάλιστα με στοιχεία ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων, που απέχει πολύ από το μοντέλο μιας «μονοπωλιακής» και υπό άμεσο δημόσιο έλεγχο επιχείρησης που το ΣτΕ έχει ορίζει ως την πιο συμβατή για την παροχή ενός αγαθού όπως το νερό.
Το ζήτημα της τιμολόγησης
Μια κρίσιμη πλευρά της λειτουργίας της ΡΑΑΕΥ είναι η τιμολόγηση του ρεύματος. Το ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία ακριβώς επειδή υπάρχει η Ευρωπαϊκή Οδηγία ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «εμπορικό προϊόν» και η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ που ακύρωσε την προηγούμενη ΚΥΑ για την τιμολόγηση.
Γι’ αυτόν τον λόγο και το άρθρο 34 του νομοσχεδίου διαμορφώνει μια διαδικασία κοστολόγησης και τιμολόγησης που να επιτρέπει να αλλάξουν μεν οι τιμές των υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας αύξησής τους), αλλά με τρόπο που να μην έρχεται σε σύγκρουση με την απόφαση του ΣτΕ, κάτι που άλλωστε αναφέρεται και στην ίδια την Έκθεση Συνεπειών Ρύθμισης που συνοδεύει το νομοσχέδιο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Για τον καθορισμό των γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος, λαμβάνονται υπόψη η αρχή της ανάκτησης του κόστους, συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού και σε επίπεδο φυσικών πόρων, καθώς και η οικονομική ανάλυση που διεξάγεται σύμφωνα με την παρ. 3 και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Και βέβαια και εδώ αυτός ο μηχανισμός θα μπορούσε να παρουσιάσει τυχόν αυξήσεις των τιμών του νερού, όχι ως πολιτικές αποφάσεις (με το ανάλογο πολιτικό κόστος), αλλά ως υποδείξεις μιας ρυθμιστικής αρχής. Σημειώνουμε εδώ ότι στη παρουσίαση των αποτελεσμάτων του α΄ εξαμήνου 2022, η ΕΥΔΑΠ ανέφερε ότι ήταν ήδη σε εξέλιξη η διαδικασία για νέα «ρυθμιστική αρχή υδάτων», «συνδεδεμένη με τη ΡΑΕ».
Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν
Η διαχείριση των υδάτων είναι ένα ζήτημα με μεγάλες οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις. Γύρω από το θέμα του νερού έχουν υπάρξει μεγάλες κινητοποιήσεις όπως για παράδειγμα «ο πόλεμος για το νερό», στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας το 2000, μια πραγματική λαϊκή εξέγερση ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, σύμφωνα με τις υποδείξεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, μια εξέγερση που πυροδότησε ευρύτερες αλλαγές.
Οι διαβεβαιώσεις ότι αυτή τη στιγμή δεν τίθεται θέμα αλλαγή στρατηγικής για την ιδιωτικοποίηση του νερού, δεν αναιρούν το γεγονός ότι το προτεινόμενο πλαίσιο για την ΡΑΑΕΥ δεν εξυπηρετεί μόνο την εποπτεία, ρύθμιση, κοστολόγηση και τιμολόγηση ενός υπό δημόσιο έλεγχο δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης, αλλά και για την ενδεχόμενη αλλαγή στρατηγικής προς μια λογική ιδιωτικοποίησης.
Βεβαίως, αυτό θα απαιτούσε επιπλέον θεσμικές τομές στην κατεύθυνση της δημιουργίας πλαισίου για μια «αγορά υπηρεσιών υδάτων» και σίγουρα θα απαιτούσε να παρακαμφθεί η πολύ ισχυρή αντίρρηση του ΣτΕ σε οποιαδήποτε εκδοχή περιορισμού του άμεσου ελέγχου του δημοσίου στις υπηρεσίες ύδρευσης και η επιμονή ότι το νερό δεν είναι εμπορικό προϊόν.
Που ανήκει το νερό και ο ρόλος του Υπερταμείου
Η ΕΥΔΑΠ ιδρύθηκε το 1980 μετά από τη συγχώνευση της Ανωνύμου Ελληνικής Εταιρείας Υδάτων των Πόλεων Αθηνών – Πειραιώς (Ε.Ε.Υ.) και περιχώρων και του Οργανισμού Αποχετεύσεως Πρωτευούσης (Ο.Α.Π.). Στη σημερινή νομική της μορφή περιήλθε το 1999, όταν τα κυριότερα πάγια της Εταιρείας, δηλαδή τα φράγματα, οι ταμιευτήρες, τα εξωτερικά υδραγωγεία και τα αντλιοστάσια απορροφήθηκαν από την Εταιρεία Παγίων ΕΥΔΑΠ που είναι ένα ΝΠΔΔ, παραμένοντας στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Τον Ιανουάριο του 2000, η ΕΥΔΑΠ εισήχθη στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Η ΕΥΔΑΠ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να παρέχει υπηρεσίες προμήθειας και διανομής νερού, καθώς και υπηρεσίες αποχέτευσης στην περιοχή της Αττικής έως το 2040, με βάση τη Σύμβαση με το Ελληνικό Δημόσιο, η οποία ακολουθεί τον νόμο 4812/2021. Στη Σύμβαση αυτή, καθορίζονται οι όροι ανανέωσης του αποκλειστικού δικαιώματος παροχής υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης της ΕΥΔΑΠ, καθώς και οι όροι για την υπογραφή σύμβασης υπηρεσιών λειτουργίας και συντήρησης του Εξωτερικού Υδροδοτικού Συστήματος (ΕΥΣ), για τρία (3) έτη.
Στις 30 Ιουλίου δημοσιεύτηκε ο ν. 4964/2022 όπου ορίζεται ότι οι μετοχές της ΕΥΔΑΠ παραμένουν στην κατοχή της ΕΕΣΥΠ με αυξημένη εποπτεία του Δημοσίου. Η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών & Περιουσίας Α.Ε. (ΕΕΣΥΠ) συγκεντρώνει κάτω από μία ενιαία θεσμική δομή σημαντικά περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, με στόχο την αποδοτικότερη λειτουργία και αξιοποίησή τους. Η Εταιρεία περιλαμβάνει στο χαρτοφυλάκιό της σημαντικά περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, μέσω των άμεσων θυγατρικών της, ΤΑΙΠΕΔ, ΕΤΑΔ και ΤΧΣ, καθώς και των συμμετοχών της σε αριθμό δημόσιων επιχειρήσεων.