Παναγιώτης Τσιμπούκης: Σε αδιέξοδο οδηγούν την Δικαιοσύνη «νωχελικοί» δικαστές και πρόεδροι

Παναγιώτης Τσιμπούκης: Σε αδιέξοδο οδηγούν την Δικαιοσύνη «νωχελικοί» δικαστές και πρόεδροι
70 / 100

Αν δεν θελήσουν οι δικαστές να δουλέψουν, αν δεν αποφασίσουν οι πρόεδροι των δικαστηρίων να ελέγξουν-ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο τους σταθερά και μόνιμα επί σειρά ετών «νωχελικούς» δικαστές και αν δεν αποφασίσει ο υπουργός Δικαιοσύνης να ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο 91 του Συντάγματος, τόσο θα βαθαίνει η αρνητική εικόνα στην οποία από μόνη της έχει περιέλθει η Δικαιοσύνη.

Γράφει ο Παναγιώτης Τσιμπούκης, 

Αναγκαίο είναι να διευκρινιστεί στο σημείο αυτό ότι οι γραμμές αυτές δεν αφορούν το σύνολο των δικαστών, αλλά μέρος αυτών, αυτούς δηλαδή που πεισματικά αρνούνται να εργαστούν και αποτελούν δυστυχώς ισχυρή μειονότητα.

Ούτε οι γραμμές αυτές αφορούν όλους τους προέδρους των δικαστηρίων, αλλά μόνο εκείνους που στο πλαίσιο της συντεχνιακής συναδελφικότητας, αρνούνται να τηρήσουν το γράμμα του νόμου και εκμεταλλευόμενοι τη θέση τους κινούνται έξω από τα επιτρεπόμενα από κάθε σκοπιά πλαίσια, δίνοντας έτσι απροκάλυπτα την βεβαιότητα στους νεότερους συναδέλφους τους ότι ο δικαστής είναι ανεξέλεγκτος και μπορεί να πράττει τα πάντα, είτε κινείται εντός είτε εκτός του νόμου.

Όσο ανεξέλεγκτος είναι κάποιος δικαστής τόσο κινείται στο πλαίσιο της ασυδοσίας. Έχει περάσει στην συνείδησή του και εφαρμόζει στην καθημερινότητά του ότι ο νόμος εφαρμόζεται μόνο στον απλό πολίτη -και πάλι κατά περίπτωση- και όχι στο Σώμα των δικαστών.

Για τις ατέρμονες καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, έχουν γραφεί εκατοντάδες χιλιάδες γραμμές και έχουν αναλωθεί τόνοι μελανιού, ενώ έχουν ειπωθεί άλλες τόσο χιλιάδες λέξεις από επιφανείς και καταξιωμένους Πανεπιστημιακούς, νομικούς, κ.λπ. Παρ΄ όλα αυτά δεν έχει «ιδρώσει το αυτί» -πού λέει ο λαός- σε κανέναν κατ΄ επάγγελμα καθυστερούντα «νωχελικό» δικαστή.

Ούτε όμως έχει ευαισθητοποιήσει κάποιον πρόεδρο να λάβει, όπως έχει καθήκον, ουσιαστικά μέτρα και να κινητοποιήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες (με μια μόνο εξαίρεση). Απλά οι επικεφαλής αρκούνται στα ευχολόγια και στην συντεχνιακή λογική, περιμένοντας να περάσει ο χρόνος να συνταξιοδοτηθούν, δείχνοντας έτσι στους συναδέλφους τους πόσο καλή ήταν κατά τη θητεία τους και τι άψογα τους συμπεριφέρθηκαν.

Την ίδια στιγμή, υπαγορεύουν στους νεοεισερχόμενους στο δικαστικό Σώμα την λαϊκή παροιμία «όποιος βιάζεται σκοντάφτει» και παράλληλα τους ψιθυρίζουν στο αυτί: «Είσαι ανεξέλεγκτος, εσύ είσαι η εξουσία και κάνεις ό,τι θες, αυτός είναι ο μονόδρομος μέχρι τη συνταξιοδότησή σου».

Έχει ξεχειλίσει το ποτήρι της ανοχής και οι μόνοι που δεν θέλουν να το αντιληφθούν είναι οι ίδιοι οι «νωχελικοί» δικαστές και οι επικεφαλής των δικαστηρίων.

Η κατάσταση έχει φτάσει σε τόσο αρνητικό σημείο, ώστε δικαστήριο με λειτουργία σχεδόν ένα αιώνα, το οποίο στο πέρασμα του χρόνου λάμπρυνε το θεσμό της Δικαιοσύνης και οι πρόεδροι του ήταν ιερά τέρατα της νομικής επιστήμης, σήμερα να απαξιώνεται τόσο από τους ίδιους τους λειτουργούς του, όσο και από την ποιότητα των αποφάσεων του.

Δεν είναι αυτοσκοπός του κάθε δικαστή μόνο η αναζήτηση τρόπων αύξησης των αποδοχών του (είτε με αιτήματα προς τα αρμόδια υπουργεία Δικαιοσύνης και Οικονομικών, είτε δια της δικαστικής οδού) και η κατάληψη μιας καρέκλας λίγο πριν ή μετά τη συνταξιοδότησή του.

Ο δικαστής, έτσι όπως τον έχει καταγράψει στην συνείδηση και το υποσυνείδητό του ο φορολογούμενος πολίτης (από τους φόρους των οποίων αμείβονται και οι δικαστές, ανεξάρτητα εάν φορολογούνται και οι ίδιοι), είναι εκείνος ο άκαμπτος, ο συνετός, ο αδέκαστος και ορκισμένος να υπηρετεί τη Θέμιδα, μακριά από συμφέροντα, προσωπικές βλέψεις, μωροφιλοδοξίες ή πολιτικές σκοπιμότητες και συνεργασίες, αλλά και πέρα από κάθε έννοια συμφέροντος έμμεσου ή άμεσου.

Δεν έχει γίνει συνείδηση ότι οι ίδιοι οι δικαστές με καθαρή δική τους ευθύνη, λόγω της αρνησιδικίας τους, οδηγούν το θεσμό της Δικαιοσύνης και των δικαστηρίων σε ολική απαξίωση στα μάτια των πολιτών, μη αντιλαμβανόμενοι (ή δεν θέλουν να αντιληφθούν, από την έπαρση την οποία διακατέχονται λόγω της εξουσίας που έχουν), ότι θα οδηγηθούν σε αδιέξοδες και καταστάσεις που δεν θα έχουν επιστροφή.

Σε όλη αυτή την αρνητική και άκρως στενάχωρη κατάσταση που έχει αυτοοδηγηθεί η Θέμιδα, σε σημαντικό ρόλο έχει συμβάλει και διαδραματίζει το υπουργείο Δικαιοσύνης. Και αυτό, γιατί ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι κανένα νομοθετικό μέτρο δεν θα συμβάλει στην επιτάχυνση της Δικαιοσύνης (είναι εξάλλου δοκιμασμένο), εάν δεν αποφασίσουν να εργαστούν ή να απομακρυνθούν οι «νωχελικοί» δικαστές.

Παρ΄ όλα αυτά, αρνείται πεισματικά να κάνει χρήση του άρθρου 91 του Συντάγματος, δίνοντας έτσι την εντύπωση, ότι έχει καθοριστικό ρόλο στο τεράστιο πρόβλημα της αρνησιδικίας και ότι παράλληλα σέβεται το συντεχνιακό καθεστώς των δικαστών, καθώς όλοι είναι χρήσιμοι κάποια στιγμή…

Έτσι, για ιστορικούς και μόνο λόγους, το άρθρο 91 του Συντάγματος στην παράγραφο 1 αναφέρει:

«H πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς λειτουργούς, από το βαθμό του αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Aρείου Πάγου και πάνω, ή στους αντίστοιχους με αυτούς, ασκείται από ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο, όπως νόμος ορίζει. Tην πειθαρχική αγωγή εγείρει ο υπουργός Δικαιοσύνης».