Γερμανοί μέσω Bundesbank: Όχι στην μείωση των επιτοκίων!

Γερμανοί μέσω Bundesbank: Όχι στην μείωση των επιτοκίων!
68 / 100

Σκληρή προειδοποίηση απεύθυνε ο επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Bundesbank), Χόακιμ Νάγκελ μιλώντας στο Forum Analysis στο Μιλάνο, σε σχέση με τις συνέπειες, τις οποίες θα είχε στην ευρωπαϊκή οικονομία μία ενδεχόμενη νέα μείωσης των επιτοκίων από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Συγκεκριμένα, ο Νάγκελ επισήμανε πως “η πρόωρη χαλάρωση θα μπορούσε να αποδειχθεί λάθος, καθώς ο πληθωρισμός θα μπορούσε να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα ή ακόμη και να αρχίσει να επιταχύνεται εκ νέου. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να σφίξουμε τη νομισματική πολιτική για άλλη μια φορά, και ο αποδυναμωτικός αντίκτυπος στην οικονομία θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερος από ό,τι θα ήταν διαφορετικά”.

Μ΄άλλα λόγια, ο πρόεδρος της Bundesbank λέει πως σε περίπτωση που πρέπει η ΕΚΤ και πάλι να μειώσει τα επιτόκια προεκιμε΄νου να κατεβάσει τον πληθωρισμό, η αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής οικονομίας θα είναι ακόμη μεγαλύτερη σε σύγκριση με την περίπτωση που δεν έπρεπε η ΕΚΤ να μειώσει και πάλι να μειώσει τα επιτόκια.

“Έρευνες σχετικά με προηγούμενα επεισόδια πληθωρισμού έχουν δείξει ότι ορισμένες χώρες πράγματι πανηγύρισαν πρόωρα”, συμπλήρωσε ο ίδιος.

Στην αρχή της ομιλίας του ο Νάγκελ δήλωσε πως “όταν έγινε φανερό ότι η πρόσφατη άνοδος του πληθωρισμού δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα παροδικών σοκ που προκάλεσαν την αύξηση του κόστους, υπήρξε συμφωνία μεταξύ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ ότι χρειαζόταν αποφασιστική δράση. Και τα καταφέραμε. Το Ευρωσύστημα ανταποκρίθηκε με την πιο απότομη σύσφιξη της πολιτικής του στην ιστορία του.

Ο ίδιος επισήμανε πως “η κύρια επίδραση αυτής της σύσφιξης της πολιτικής στον πληθωρισμό δεν έχει ακόμη αποτυπωθεί” και για αυτό “είμαστε αποφασισμένοι να διατηρήσουμε την πορεία μας και να πετύχουμε τον στόχο μας για σταθερότητα των τιμών”.

Ο επικεφαλής της Bundesbank έκανε μία μικρή αναδρομή για το πως φτάσαμε εδώ: “Πίσω στον Ιούνιο του 2022, ίσως συζητούσαμε αν θα ήταν σκόπιμο να υπάρξει καθόλου αύξηση των επιτοκίων. Τώρα, μετά από δέκα αυξήσεις στη σειρά, θα μπορούσαμε αντ’ αυτού να συζητάμε αν τελειώσαμε με αυτές. Με άλλα λόγια, πολλά έχουν συμβεί από τότε. Επιτρέψτε μου να ρίξω μια πιο προσεκτική ματιά.

Μετά από πολλά χρόνια σταθερά χαμηλού πληθωρισμού, ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ άρχισε να αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς κατά τη διάρκεια του 2021. Τον Ιούλιο του 2021 έφτασε το 2,2% και έτσι ξεπέρασε τον μεσοπρόθεσμο στόχο μας. Μέχρι το τέλος του 2021, ο πληθωρισμός είχε ήδη φτάσει το 5%.

Εκείνη την εποχή, πολλοί εμπειρογνώμονες εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι η άνοδος του πληθωρισμού ήταν μόνο παροδική – αποτέλεσμα έκτακτων εξελίξεων που σχετίζονταν με την πανδημία COVID-19- και ότι σύντομα θα εξαφανιζόταν. Οι διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού και οι αλλαγές στη σύνθεση της ζήτησης θεωρούνταν προσωρινού χαρακτήρα.

Οι προσδοκίες για ταχεία πτώση υποστηρίχθηκαν επίσης από τις προβλέψεις. Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι οι προβλέψεις υποεκτίμησαν επανειλημμένα την τάση του πληθωρισμού. Ακόμη και μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όταν οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων εκτινάχθηκαν στα ύψη, ορισμένοι υποστήριξαν ότι η νομισματική πολιτική δεν θα έπρεπε να ανταποκριθεί στην αύξηση του πληθωρισμού, καθώς αυτή οφειλόταν κυρίως σε σοκ από την πλευρά της προσφοράς”.

“Όμως, στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, συμφωνήσαμε ότι η νομισματική πολιτική έπρεπε να δράσει. Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο αυξημένου πληθωρισμού, βλέπαμε ότι υπήρχε σημαντικός κίνδυνος ο υψηλός πληθωρισμός να παγιωθεί”, τόνισε ο ίδιος.

“Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο άρχισε να σφίγγει τη νομισματική του πολιτική. Πριν αρχίσουμε να αυξάνουμε τα επιτόκια, σταματήσαμε να αγοράζουμε πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία. Αυτή η αλληλουχία των γεγονότων ήταν σύμφωνη με την εμπροσθοβαρή καθοδήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου.

Επιπλέον, εγκρίναμε το μέσο προστασίας της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI) ως εργαλείο για τη στήριξη της αποτελεσματικής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής με αυστηρές προϋποθέσεις. Θα ενεργοποιούσαμε το ΤPI μόνο εάν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αποκλίνουν υπερβολικά, χωρίς θεμελιώδη αιτιολόγηση, και εάν αυτό θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των τιμών.

Από τον Ιούλιο του 2022 έχουμε αυξήσει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 450 μονάδες βάσης. Επιπλέον, έχουμε αρχίσει να μειώνουμε τον ισολογισμό μας.

Έχουμε σταδιακά καταργήσει την επανεπένδυση των περιουσιακών στοιχείων που λήγουν στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων. Και έχουμε αναπροσαρμόσει τους όρους και τις προϋποθέσεις της τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III).

Τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ο όγκος του ισολογισμού μας μειώθηκε κατά 1,7 τρισεκατομμύρια ευρώ, που αντιστοιχεί στο ένα πέμπτο. Παρ’ όλα αυτά, θα χρειαστούν ακόμη πολλά χρόνια για να επανέλθει ο ισολογισμός σε ένα μέγεθος που να ανταποκρίνεται σε κανονικές εποχές.
Όσον αφορά τα βασικά επιτόκια, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θεωρεί επί του παρόντος ότι βρίσκονται σε επίπεδα που θα συμβάλλουν ουσιαστικά στην έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο μας, υπό την προϋπόθεση ότι τα επίπεδα αυτά θα διατηρηθούν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, δεν είναι ακόμη σαφές αν αυτός ο κύκλος ανόδου έχει πλέον τελειώσει. Αυτή η ακολουθία αυξήσεων των επιτοκίων ήταν η μεγαλύτερη και πιο απότομη στην ιστορία του ενιαίου νομίσματος. Είναι, λοιπόν, ακόμη πιο ενθαρρυντικό το γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ έχει αντιμετωπίσει καλά τη στροφή των επιτοκίων μέχρι στιγμής.

Οι εποπτικές και ρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση έχουν σίγουρα συμβάλλει σε αυτό. Έχουν αυξήσει την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα.

Ελπίζουμε ότι η συμφωνηθείσα μεταρρύθμιση της συνθήκης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας θα επικυρωθεί σύντομα από όλα τα κράτη μέλη. Η μεταρρύθμιση θα προσδώσει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας μια νέα λειτουργία ως δημοσιονομικό στήριγμα για το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (Single Resolution Fund) και, ως εκ τούτου, θα βελτιώσει το πλαίσιο διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων.

Ο ίδιος συμπλήρωσε πως “όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε την προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα και θα λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας ανά συνεδρίαση.

Αυτό σημαίνει ότι οι μελλοντικές μας αποφάσεις θα συνεχίσουν να βασίζονται στα εξής: στην αξιολόγηση των συνολικών προοπτικών για τον πληθωρισμό υπό το πρίσμα των εισερχόμενων στοιχείων, στη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και στην ισχύ του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.

Στην επόμενη συνεδρίασή μας θα είναι διαθέσιμες οι προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος του Δεκεμβρίου για τον πληθωρισμό και την οικονομική παραγωγή. Θα επικαιροποιήσουμε επίσης την εκτίμησή μας για τον κίνδυνο. Ακόμη και τώρα, φαίνεται σαφές ότι τα πρόσφατα γεγονότα στη Μέση Ανατολή – τρομερά γεγονότα – έχουν αυξήσει την αβεβαιότητα των μεσοπρόθεσμων προοπτικών.

Συνολικά, τους τελευταίους μήνες, ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε σημαντικά. Τον Οκτώβριο, ο γενικός πληθωρισμός επιβραδύνθηκε στο 2,9%. Αυτό είναι ενθαρρυντικό.

Παρ’ όλα αυτά, ενώ η καμπύλη του πληθωρισμού μοιάζει επί του παρόντος λίγο με το Matterhorn – ή, όπως λέγεται στην Ιταλία, το Monte Cervino – δεν περιμένω ότι αυτή η απότομη πτώση θα συνεχιστεί τους επόμενους μήνες.

Οι στατιστικές επιδράσεις, ιδίως οι επιδράσεις βάσης, ασκούν επί του παρόντος ισχυρή επιρροή στα μηνιαία στοιχεία. Γεγονότα που συνέβησαν πριν από δώδεκα μήνες επηρεάζουν τον ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού.

Ακόμη και αν οι τιμές της ενέργειας παραμείνουν εκεί που είναι, αναμένω ότι ο πληθωρισμός θα αυξηθεί και πάλι κάπως. Για μερικούς μήνες ακόμη, ο δρόμος που θα ακολουθήσει θα είναι πιθανώς ανώμαλος με πολλά σκαμπανεβάσματα.

Οι δείκτες του υποκείμενου πληθωρισμού δείχνουν ότι η δυναμική του εξακολουθεί να είναι αρκετά ισχυρή. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο, ο πυρήνας του πληθωρισμού διαμορφώθηκε στο 4,2%. Πρόκειται για το ποσοστό πληθωρισμού χωρίς την ενέργεια και τα τρόφιμα.

Με άλλα λόγια, τώρα που η αποπληθωριστική επίδραση των χαμηλότερων τιμών της ενέργειας έχει εξασθενήσει, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πιο δύσκολο κομμάτι της πορείας μας προς τα εμπρός. Δηλαδή, η δουλειά μας δεν έχει τελειώσει ακόμη”.

Ο ίδιος σημείωσε πως “ειδικότερα, θα ήταν λάθος να χαλαρώσουμε τη νομισματική μας πολιτική πολύ νωρίς. Μια πρόωρη χαλάρωση θα έθετε σε κίνδυνο την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στο στόχο μας του 2%. Και αυτή η έγκαιρη επιστροφή είναι σημαντική για τη διατήρηση των μεσομακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό σε επίπεδα που συνάδουν με τη σταθερότητα των τιμών.
Εάν οι ενέργειές μας εγείρουν αμφιβολίες σχετικά με την αποφασιστικότητά μας, οι οικονομικοί παράγοντες θα αναμένουν όλο και περισσότερο ότι τα ποσοστά πληθωρισμού θα παραμείνουν πάνω από το στόχο και θα προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους αναλόγως. Τη συμπεριφορά τους στον καθορισμό των τιμών ή τις μισθολογικές τους απαιτήσεις, για παράδειγμα.

Τώρα χρειαζόμαστε υπομονή για να περιμένουμε να υλοποιηθεί η πλήρης επίδραση της σύσφιξης της πολιτικής στον πληθωρισμό. Αναμένουμε ότι η κύρια επίδραση στον πληθωρισμό θα αποτυπωθεί το 2024. Αυτό οφείλεται στη χρονική υστέρηση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διατηρήσουμε την τρέχουσα περιοριστική πολιτική μας στάση μέχρι να είμαστε βέβαιοι ότι η σταθερότητα των τιμών θα επανέλθει σε μόνιμη βάση”, σημείωσε ο ίδιος.

Η σταθερότητα των τιμών είναι ο οδηγός μας
“Ένας λόγος για τον οποίο το τελευταίο μίλι στο δρόμο προς τη σταθερότητα των τιμών θεωρείται το δυσκολότερο είναι η αυξανόμενη αντίθεση του κοινού στην περιοριστική νομισματική στάση. Όσο περισσότερο παραμένουμε σε περιοριστικό έδαφος, τόσο περισσότερο ο κόσμος θα επιμένει να απέχουμε από περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων και αντ’ αυτού να μειώσουμε και πάλι τα επιτόκια. Η εντολή μας είναι σαφής: σταθερότητα των τιμών. Αυτός είναι ο οδηγός μας”, σημείωσε ο ίδιος.

Παράλληλα, τόνισε πως “ είναι αλήθεια ότι η αύξηση των επιτοκίων επιβαρύνει τον πιστωτικό κίνδυνο, αλλά εναπόκειται στους δανειστές και τις εποπτικές αρχές να διασφαλίσουν ότι οι κίνδυνοι αυτοί περιορίζονται. Και ενώ είναι επίσης αλήθεια ότι η άνοδος των επιτοκίων επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά, εναπόκειται στη δημοσιονομική πολιτική να διαλύσει τις όποιες αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.

Επιπλέον, είναι αλήθεια ότι τα αυξανόμενα επιτόκια επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο, προκειμένου να μειωθεί η πίεση των τιμών, είναι απαραίτητο να αμβλυνθεί σε κάποιο βαθμό η συνολική ζήτηση. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό, όχι ένα σφάλμα.

Το αποτέλεσμα παρέχει καλύτερες συνθήκες για όλους: για την οικονομία και ιδίως για τα άτομα με χαμηλά εισοδήματα, τα οποία υποφέρουν περισσότερο από τον πληθωρισμό.

Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου να τονίσω ότι η μείωση της συνολικής ζήτησης δεν σημαίνει απαραίτητα την πρόκληση ύφεσης.
Γιατί είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να τιθασεύσουμε τον πληθωρισμό χωρίς η οικονομία της ζώνης του ευρώ να βιώσει μια “σκληρή προσγείωση”; Η αγορά εργασίας εξακολουθεί να είναι ανθεκτική – τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία.

Στη ζώνη του ευρώ, το ποσοστό ανεργίας είναι πιθανό να αυξηθεί κάπως τα επόμενα τρίμηνα, αλλά από ιστορικά χαμηλό επίπεδο. Και αναμένεται να παραμείνει σε χαμηλό επίπεδο για τα δεδομένα της ζώνης του ευρώ.

Οικονομικές προοπτικές για τη ζώνη του ευρώ
Ο κεντρικός τραπεζίτης Γερμανίας σημείωσε πως “παρ’ όλα αυτά, διανύουμε σήμερα μια περίοδο έντονης αδυναμίας. Δυστυχώς, το πραγματικό ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ το τρίτο τρίμηνο μειώθηκε ελαφρώς. Για το τελευταίο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, οι προοπτικές παραμένουν μέτριες.

Πέραν των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης, οι παράγοντες που επιβραδύνουν την ανάπτυξη είναι η αδύναμη ιδιωτική κατανάλωση και η αδύναμη ζήτηση για εξαγωγές. Η αδυναμία αυτή επηρεάζει όλο και περισσότερο και τον τομέα των υπηρεσιών.

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ θα αυξηθεί κατά 0,6% φέτος, δηλαδή κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τις καλοκαιρινές προβλέψεις της.

Ωστόσο, η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να αποκτήσει δυναμική το επόμενο έτος. Ένας παράγοντας είναι η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη, η οποία αναμένεται να ανακάμψει, λόγω των ισχυρών μισθολογικών αυξήσεων και της πτώσης των ποσοστών πληθωρισμού. Η αύξηση της εξωτερικής ζήτησης αναμένεται επίσης να δώσει πρόσθετη ώθηση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει ότι το ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ θα αυξηθεί κατά 1,2% το επόμενο έτος και κατά 1,6% το 2025.

Γνωρίζω βεβαίως καλά πόσο σημαντική είναι η ανάπτυξη για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Αυτό είναι σημαντικό και για τις δύο χώρες μας, όπου η θετική δυναμική αναμένεται να προέλθει από την ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές. Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της Ιταλίας αναμένεται να επιταχυνθεί από 0,7% φέτος σε 0,9% το 2024 και σε 1,2% το 2025.

Στη Γερμανία, η αδύναμη ζήτηση αγαθών από το εξωτερικό και οι υψηλές τιμές της ενέργειας επιβαρύνουν ιδιαίτερα τη γερμανική βιομηχανία επί του παρόντος. Οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής προβλέπουν συρρίκνωση κατά 0,3% φέτος. Με βάση την υπόθεση ότι τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση θα ανακάμψουν, αναμένουν ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα επιταχυνθεί στο 0,8% το 2024 και στο 1,2% το 2025”.

ΠΗΓΗ