Γερμανία: Το πολυδιαφημισμένο οικονομικό μοντέλο της καταρρέει
Στην ανηφόρα της κρίσης που προβάλλει στον μεταπληθωριστικό ορίζοντα, η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας δείχνει να ασθμαίνει. Να έχει φρενάρει και να δυσκολεύεται να πάει μπροστά. Μπορεί η γερμανική οικονομία από leader να μετατραπεί σε παρία;
Σε ολόκληρη την Ευρώπη μιλάνε πια για τον «Γερμανό ασθενή». Σε ολόκληρο τον κόσμο χρησιμοποιούν αυτή την ιστορική φράση του τσάρου Νικόλαου για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, χαρακτηρίζοντας τη Γερμανία «Ευρωπαίο ασθενή». Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης κάθε άλλο παρά υγεία εκπέμπει και ο… μονόφθαλμος, μετά το ατύχημα στο τζόκινγκ, Ολαφ Σολτς, ατενίζει το μέλλον με απαισιοδοξία, καθώς οι συμπατριώτες του δείχνουν να κουράζονται πριν καν βαθύνει η κρίση και στρέφονται προς την Ακροδεξιά. Και οι φωνές που λένε ότι το πολυδιαφημισμένο οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας καταρρέει, πληθαίνουν…
Ο πιο αδύναμος των «μεγάλων»
Περασμένα μεγαλεία. Με τη… βασανιστική στασιμότητά της, το φλερτ με την ύφεση και τον αθεράπευτα επίμονο πληθωρισμό της, η γερμανική οικονομία φαίνεται ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο παρά να θυμάται τις -όχι και τόσο μακρινές- εποχές που θριάμβευε. Εχοντας εισέλθει σε ύφεση από την αρχή του τρέχοντος έτους και ούσα σε στασιμότητα ουσιαστικά εδώ και έναν χρόνο, το δεύτερο τρίμηνο δεν έφερε ελπίδες ή σημάδια ανάκαμψης από τη χειμερινή ύφεση. Και έτσι, εδραιώνει τη θέση της ως μία από τις πιο αδύναμες μεγάλες οικονομίες του κόσμου. Οπως αναμενόταν, το δεύτερο τρίμηνο η ανάπτυξη ήταν μηδενική, ενώ σε ετήσια βάση το προσαρμοσμένο ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 0,2%.
Σε τριμηνιαία βάση, η οικονομική δραστηριότητα είχε μειωθεί κατά 0,4% το τέταρτο τρίμηνο του 2022. Είχε προηγηθεί ένα τρίμηνο οριακής μείωσης (0,1%), όμως, ακόμα και έτσι, υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να βγουν τα συμπεράσματα. Κι αυτό γιατί η ύφεση ορίζεται -τεχνικά- από δύο συνεχόμενα τρίμηνα συρρίκνωσης.
Το πλέον δυσάρεστο δεν είναι αυτά που ήρθαν, αλλά αυτά που θα έρθουν. Οι οικονομολόγοι είναι απαισιόδοξοι για την υγεία του «Γερμανού ασθενή», δηλαδή για το μέλλον της οικονομίας της Γερμανίας. Οι Γερμανοί επιχειρηματίες δείχνουν το ίδιο ή και περισσότερο απαισιόδοξοι. Ο επικεφαλής μακροοικονομικών της ING, Κάρστεν Μπρέσκι, είναι ξεκάθαρος: «Τόσο οι βραχυπρόθεσμες όσο και οι μακροπρόθεσμες προοπτικές για τη Γερμανία κάθε άλλο παρά ρόδινες φαίνονται», λέει και εξηγεί πως όλα τα σημάδια καταδεικνύουν μια αδύναμη οικονομική δραστηριότητα στη Γερμανία στο μέλλον: Από τα βιβλία βιομηχανικών παραγγελιών, στο εμπορικό ισοζύγιο με την Κίνα, την αγοραστική δύναμη που μειώνεται ως και τις επιπτώσεις της πιο επιθετικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής εδώ και δεκαετίες.
Η επικεφαλής οικονομολόγος της Pantheon Macroeconomics, Μέλανι Ντεμπόνο, λέει ότι, όπως φαίνεται, η Γερμανία θα έχει τις χειρότερες επιδόσεις ανάμεσα στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης. Η εταιρεία προβλέπει ότι το ΑΕΠ θα σημειώσει συρρίκνωση 0,2% το τρίτο τρίμηνο, πριν από μια ανάκαμψη 0,4% σε τριμηνιαία βάση το τελευταίο τρίμηνο του έτους. Αυτό θα σήμαινε ότι το γερμανικό ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 0,2% σε ετήσια βάση το 2023. Η δε Bundesbank αναμένει ότι η οικονομική παραγωγή θα παραμείνει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη το τρίτο τρίμηνο.
Ολα αυτά, βέβαια, έχουν επίπτωση στον κύριο παραγωγό της γερμανικής οικονομίας, τη βιομηχανία, αλλά και -φυσικά- στα νοικοκυριά. Σε ό,τι αφορά τα τελευταία, κατά το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους η κατανάλωση είχε μηδενική αύξηση, ενώ οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 0,1%. Στο επιχειρηματικό κομμάτι, οι επενδύσεις κεφαλαίου αυξήθηκαν επίσης μέτρια, ενώ οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 1,1%. Η ανθεκτική αγορά εργασίας, οι ισχυρές αυξήσεις των μισθών και ο μειούμενος πληθωρισμός θα ενισχύσουν την ιδιωτική κατανάλωση, αλλά η βιομηχανική παραγωγή θα παραμείνει αδύναμη λόγω της υποτονικής ζήτησης από το εξωτερικό, αναφέρουν οι οικονομολόγοι.
Οι καιροί αλλάζουν
Η σημερινή κατάσταση δεν θυμίζει σε τίποτα τον οικονομικό θρίαμβο των προηγούμενων δεκαετιών, ο οποίος μεταφράστηκε σε εθνική και κοινωνική ανάταξη της Γερμανίας. Από την οικονομική σταθερότητα, με την Ανγκελα Μέρκελ να έχει σταθερή εντολή από το 2005 ως το 2021 και να αναβαθμίζει τον γεωστρατηγικό ρόλο της χώρας -με κύριο όχημα την οικονομική της ισχύ- ως την ανάπτυξη της βιομηχανικής καινοτομίας, από την κοινωνική ευημερία που οδήγησε στην ανάπτυξη πανίσχυρων εσωτερικών αγορών (όπως αυτή του real estate) στην προσπάθεια εδραίωσης της Φρανκφούρτης ως παγκόσμιο κέντρο αναφοράς για την οικονομία και το εμπόριο. Και από την παγκόσμια επίδειξη πειθαρχίας και λειτουργίας των Γερμανών ως «καλοκουρδισμένη μηχανή», ακόμα και στο ποδόσφαιρο (που οδήγησε στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου) ως τις αναλύσεις και βιβλία που προσπαθούσαν να εξηγήσουν γιατί «οι Γερμανοί τα καταφέρνουν καλύτερα» και γιατί «στο τέλος κερδίζει πάντα η Γερμανία».
Βέβαια, το γερμανικό οικονομικό θαύμα δεν ήταν θαύμα, αλλά το αποτέλεσμα ενός προσεκτικού σχεδιασμού και μιας ακόμα προσεκτικότερης εφαρμογής του. Τις βάσεις τις είχε βάλει ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, καθώς οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε οδήγησαν εν πολλοίς στο λεγόμενο Jobwunder, δηλαδή το «θαύμα της απασχόλησης», με τη χώρα να δημιουργεί 7 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας από το 1998 ως το 2005 – τομέας που είναι και ο μόνος ελπιδοφόρος στη σημερινή Γερμανία. Το κοινωνικό μοντέλο της Γερμανίας, το οποίο βασίζεται σε στενές σχέσεις μεταξύ συνδικάτων και εργοδοτών, και ο συνεργατικός φεντεραλισμός διέσπειραν την ανάπτυξη σε ολόκληρη τη χώρα.
Τριπλές επαφές στη Φρανκφούρτη με το βλέμμα στα stress tests
Αλλά και εκεί ήταν και οι συνθήκες που ευνόησαν αυτή την εκρηκτική ανάπτυξη και την τόσο ισχυρή οικονομία που όχι μόνο κράτησε, αλλά στήριξε -έστω και με πολύ σκληρά ως και άδικα ανταλλάγματα- την Ευρωζώνη από την κατάρρευση στη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης του 2008. Ηταν η περίοδος του «πάρτυ» στις αγορές και τις οικονομίες, κάτι που καταδεικνύει ότι την εκρηκτική ανάπτυξη της Γερμανίας κατά 24% από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 έως τα τέλη του 2010 ακολουθούσαν κατά πόδας η Μ. Βρετανία με 22% και η Γαλλία με 18%. Ηταν περίοδος που οι αγορές ευνοούσαν τη βιομηχανική ανάπτυξη, τις επενδύσεις και το εμπόριο, καθώς η Κίνα είχε εκρηκτική ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα, οι νέες αγορές… αναδύονταν με εντυπωσιακό τρόπο και η ενέργεια ήταν φθηνή και με ελάχιστους περιορισμούς.
Οι καιροί όμως αλλάζουν. Και αλλάζουν γρήγορα. Ομοίως και οι συνθήκες. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η επιβολή μέτρων εις βάρος της ρωσικής οικονομίας, η ενεργειακή κρίση, τα lockdowns της πανδημίας, το disruption στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι «αρρυθμίες» στην προμήθεια σημαντικών υλικών, όπως τα μικροτσίπ και η πληθωριστική κρίση, έφεραν τα πάνω κάτω. Και οδηγούν στο αναπόφευκτο τέλος του γερμανικού μοντέλου ανάπτυξης.
Σε αυτό συμφωνεί και ο αναλυτής του Eurointelligence, Βόλφγκανγκ Μίνχαου, ο οποίος, επισημαίνοντας ότι «ο κόσμος γύρω από τη Γερμανία έχει αλλάξει», εξηγεί πως «αυτό που έχει πλέον προκύψει είναι μια κρίση των ενεργειακών τιμών, νέες γεωπολιτικές διαιρέσεις και τεχνολογικά σοκ που θέτουν υπαρξιακά ερωτήματα για το μέλλον του μοντέλου». Κατά την άποψη του Fuest, η Γερμανία θα συνεχίσει να εξαρτάται από ένα σημαντικό επίπεδο εξαγωγών και εισαγωγών, «αλλά οι βιομηχανίες που ήταν επιτυχημένες τις τελευταίες δύο δεκαετίες, δηλαδή η χημική βιομηχανία και η αυτοκινητοβιομηχανία, δεν θα επιτελέσουν τον ίδιο ρόλο στο μέλλον».
Ο Μίνχαου θεωρεί πως το γερμανικό μοντέλο στηρίζεται και εξαρτάται από τρεις κύριες παραμέτρους: Το ανταγωνιστικό κόστος, την τεχνολογική πρωτοπορία στη βιομηχανία και τη γεωπολιτική σταθερότητα. «Ολα αυτά έχουν χαθεί», παραδέχεται. Ξεκινώντας αντίστροφα, ακριβώς αυτή η διασάλευση της γεωπολιτικής σταθερότητας που έφερε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία «ξεγύμνωσε» το γερμανικό οικονομικό μοντέλο, αφήνοντας να διαφανούν οι εγγενείς αδυναμίες του.
Η Γερμανία με… βαριά καρδιά αναγκάστηκε να συμπλεύσει με τις κυρώσεις στη Ρωσία, που θα σήμαιναν την αρχή της ενεργειακής κρίσης στη Γηραιά Ηπειρο. Η βιομηχανία της -ηλεκτροβόρος δραστηριότητα- εξαρτιόταν εν πολλοίς από το φθηνό ρωσικό αέριο, το οποίο μας… τελείωσε. Περισσότερο από το 50% του φυσικού αερίου που καταναλώνεται στη Γερμανία ήταν το μερίδιο της Gazprom και η απότομη διακοπή του οδήγησε σε μείωση ή αναδιάρθρωση δραστηριοτήτων ή και λουκέτα σε εργοστάσια. Κάπως έτσι, τα δύο πρώτα συστατικά της γερμανικής συνταγής, αν δε χάθηκαν, αποδυναμώθηκαν. Το κόστος εκτοξεύθηκε και η γεωπολιτική σταθερότητα -η οποία ούτως ή άλλως ευνοεί το εμπόριο και τη βιομηχανία- οδήγησε σε απώλεια αγορών.
Το γύρισμα της Κίνας σε ύφεση αλλά και η τεχνολογική της απομόνωση από τη Δύση -κυρίως σε ό,τι αφορά τα μικροτσίπ- αποτέλεσαν τη χαριστική βολή. Κι αυτό γιατί αφαίρεσε μεγέθη από τη γερμανική βιομηχανία και οικονομία – χρήματα τα οποία θα κατευθύνονταν σε επενδύσεις για την ανάπτυξη της γερμανικής τεχνολογικής υπεροχής. Για του λόγου το αληθές, οι εξαγωγές προς την Κίνα, αγορά στην οποία ποντάρει (και) η γερμανική παραγωγική μηχανή, αντιπροσωπεύουν το 3% του ΑΕΠ της Γερμανίας και μόνο τον Ιούλιο αυτές μειώθηκαν κατά περισσότερο από 6% σε ετήσια βάση. Αντιθέτως, ο ασιατικός γίγαντας κάνει τη δική του εμπορική αντεπίθεση, απειλώντας τη γερμανική παντοκυριαρχία ακόμα και στη Γηραιά Ηπειρο, όχι μόνο διαταράσσοντας την υπερεξάρτηση του γερμανικού εμπορίου από την Κίνα, αλλά και αλλάζοντας τις ισορροπίες στο εμπορικό τους ισοζύγιο.
Δικαίως οι επιχειρηματίες ανησυχούν, όπως καταδεικνύει και ο δείκτης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης που διενεργεί το ινστιτούτο Ifo και ο οποίος κατέγραψε την τέταρτη αρνητική μηνιαία πτώση του. Αλλωστε, παρά το γεγονός ότι οι μισθοί ανέβηκαν με τον ιστορικά ταχύτερο μισθό στο δεύτερο τρίμηνο (6,6%, τροφοδοτώντας τους φόβους για επιδείνωση του πληθωρισμού), η κατανάλωση των νοικοκυριών παρέμεινε στάσιμη και η καταναλωτική εμπιστοσύνη δείχνει να καταρρέει. Στο -25,5 μονάδες είναι ο ρυθμός που καταγράφει ο σχετικός δείκτης της εταιρείας GfK για τον Αύγουστο.
Η αυτοκινητοβιομηχανία
Ο κόσμος, λοιπόν, που αλλάζει γύρω από τη Γερμανία, με την αλλαγή της προέλευσης και της τιμής της ενέργειας, τα τεχνολογικά σοκ και οι γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις θέτουν υπαρξιακά ερωτήματα για το μέλλον του γερμανικού μοντέλου. Με την οικονομία της χώρας να εξαρτάται σε σημαντικό επίπεδο από τις εξαγωγές, οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι βιομηχανίες που είχαν τον ρόλο του leader στη γερμανική ατμομηχανή τις τελευταίες δύο δεκαετίες, δηλαδή η χημική βιομηχανία και η αυτοκινητοβιομηχανία, δεν θα επιτελέσουν τον ίδιο ρόλο στο μέλλον.
Στο πρώτο κομμάτι, οι αρρυθμίες έχουν ήδη εμφανιστεί και καταγραφεί, όπως με τη βιομηχανία χημικών Lanxess, η οποία αναγκάστηκε να αναδιαρθρώσει τις δραστηριότητές της και να κλείσει εργοστάσια. Με τη γερμανική οικονομία να ασθμαίνει, ο πρόεδρος του ινστιτούτου Ifo, Χανς-Βέρνερ Σιν, λέει ότι «έχει να κάνει με την αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία αποτελεί την καρδιά της γερμανικής βιομηχανίας και πολλά πράγματα στηρίζονται σε αυτό». Και όντως, για το σύνολο του 2022, οι πωλήσεις αυτοκινήτων ήταν το κύριο εξαγωγικό προϊόν, αποτιμώμενες στο 15,6% της συνολικής αξίας των αγαθών που εξήχθησαν, σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας.
Η παντοδύναμη αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας δείχνει να έχει «βραχυκυκλώσει» από έναν συνδυασμό παραγόντων. Πρώτα ήταν το πανδημικό lockdown και η έλλειψη μικροτσίπ που οδήγησε σε μείωση της παραγωγής και σε αδυναμία παράδοσης των παραγγελιών. Επειτα ήρθε η άνοδος του κόστους της πρώτης ύλης (αλουμίνιο, ενέργεια, καύσιμα κ.ά.) που ανέβασαν τις τιμές και έκαναν το προϊόν λιγότερο θελκτικό. Και, το κερασάκι στην τούρτα είναι η «επίθεση» που ετοιμάζουν οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες (και) στην ευρωπαϊκή αγορά.
Σε αυτό το κομμάτι, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία βρέθηκε… ξαφνικά πίσω, λόγω της βιαστικής -είναι η αλήθεια- πολιτικής της Ε.Ε. για απαγόρευση των πωλήσεων αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης από το 2035.
Πρώτον, οι αυτοκινητοβιομηχανίες έπρεπε να επιταχύνουν τις επενδύσεις στο R&D και τη δημιουργία νέων γραμμών παραγωγής μπαταριών και ηλεκτροκινητήρων και δεύτερον, να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό. Σαν να μην έφταναν οι αμερικανικοί κολοσσοί που είχαν ήδη πάρει κεφάλι στη συγκεκριμένη τεχνολογία, οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες -οι οποίες στο μεταξύ είχαν εξαγοράσει χρεοκοπημένες ή υπό χρεοκοπία ευρωπαϊκές μάρκες- έριξαν όλα τους τα κεφάλαια στην ηλεκτροκίνηση και στο να φτάσουν, αν όχι να ξεπεράσουν, την ποιότητα των γερμανικών αυτοκινήτων. Οι τεράστιοι όγκοι της κινεζικής αγοράς παρείχαν το απαραίτητο «καύσιμο» (κεφάλαια) για να το κάνουν αυτό, ενώ οι Γερμανοί επιχειρούσαν να τη «γοητεύσουν» με τα ούτως ή άλλως πιο premium οχήματά τους.
Το σημείο συναγερμού στο οποίο έχει φτάσει η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σήμερα καταδεικνύεται γλαφυρά από την απόφαση του Group VAG (Volkswagen AG) να σταματήσει την παραγωγή αυτοκινήτων από μία από τις μαζικότερες μάρκες του, την ισπανική Seat. Οι λόγοι για τους οποίους η μάρκα πλέον θα παράγει μόνο ηλεκτρικά πατίνια, σκούτερ και minicars έχουν να κάνουν με το ότι το τελευταίο έτος δεν ήταν κερδοφόρα και πως θα έπρεπε να επενδυθούν τεράστια κεφάλαια ή να περιμένει η εταιρεία την πτώση των τιμών στις μπαταρίες ώστε να διευρύνει την γκάμα της σε ηλεκτροκίνητα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είχε μηδενικό περιθώριο περιορισμού του κόστους και τιμολογιακών ελιγμών, σε μια εποχή που οι κινεζικές εταιρείες έχουν ήδη αρχίσει να στέλνουν στη Γηραιά Ηπειρο τις δικές τους προτάσεις: ηλεκτρικά αυτοκίνητα «φορτωμένα» με τεχνολογία και ανταγωνιστικές τιμές, τα οποία παράγονται με πολύ χαμηλό κόστος. Η γερμανική -και ολόκληρη η ευρωπαϊκή- αυτοκινητοβιομηχανία μοιάζει με ένα κάστρο που πολιορκείται ασφυκτικά…
Πολιτικός αντίκτυπος
Σε όλα τα παραπάνω ο κυβερνητικός συνασπισμός, του οποίου ηγείται ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς, δεν φαίνεται να έχει πειστικές απαντήσεις. Οι επενδύσεις της Intel και της TMSC (10 και 5 δισ. δολαρίων) για την κατασκευή εργοστασίων παραγωγής μικροτσίπ φαίνεται πως δεν είναι αρκετές για τη «μεταμόρφωση» της χώρας, η οποία μαστίζεται από τη γραφειοκρατία. Η κυβέρνηση κατηγορείται για «επενδυτική αδράνεια», ενώ έχει μπροστά της τον «ευρωμπαμπούλα» της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας τον οποίο η ίδια η Γερμανία -και μάλιστα με ιδιαίτερη επιμονή και αυστηρότητα- δημιούργησε.
Και αυτό είναι ένα εμπόδιο το οποίο θα πρέπει με κάποιο τρόπο να καταπολεμήσει, εξαιρώντας τον εαυτό της από αυτό που υποχρέωσε τους άλλους να κάνουν. Γι’ αυτούς τους λόγους, ο Σολτς, ο οποίος εμφανίστηκε πρόσφατα με το patch στο ένα μάτι ως… πειρατής μετά το ατύχημα στο τζόκινγκ, δεν μοιάζει με τον μονόφθαλμο που κυβερνά ανάμεσα σε τυφλούς. Αντίθετα, οι Γερμανοί δείχνουν να στρέφονται προς ένα σκοτάδι που έχουν πριν από πολλά χρόνια ξαναβιώσει: τη λαϊκιστική Ακροδεξιά.
Το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) διατηρεί σταθερά ένα ποσοστό 20% στις δημοσκοπήσεις, μένοντας ως και τέσσερις μονάδες μπροστά από το κυβερνών κεντροαριστερό SPD και πολύ κοντά στο κεντροδεξιό CDU. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι σε κάποια κρατίδια, όπως στη Θουρηγγία, το AfD είναι η μεγαλύτερη δύναμη, φτάνοντας ως και 34%, τριπλάσιο ποσοστό από το SPD. Στη Βαυαρία και την Εσση συμβαίνει το ίδιο, καθώς οι Γερμανοί είναι απογοητευμένοι από τη διαχείριση των πραγμάτων στην πατρίδα τους…