Βασίλης Βιλιάρδος: Η ταξική και τοξική νομισματική πολιτική

Βασίλης Βιλιάρδος: Η ταξική και τοξική νομισματική πολιτική
63 / 100

Σε όλα τα πολιτικά μέτρα που λαμβάνονται, υπάρχουν νικητές και ηττημένοι – ενώ, όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν τα προβλήματα των ηττημένων: δηλαδή των νοικοκυριών που υφίστανται τις μεγαλύτερες οικονομικές πιέσεις. Το αποτέλεσμα είναι να αισθάνονται όλο και λιγότεροι οικονομικά ασφαλείς, οι πληρωμές των στεγαστικών δανείων να αυξάνονται χωρίς να εξισορροπούνται από αυξήσεις των μισθών, τα ενοίκια να ακριβαίνουν, το κόστος ζωής να γίνεται αφόρητο, τα ιδιωτικά χρέη να εκτοξεύονται στα ύψη κοκ. – χωρίς να φαίνεται καμία προοπτική για το μέλλον. Έχουμε λοιπόν την άποψη πως αυτή η ταξικότητα και τοξικότητα των κεντρικών τραπεζιτών που υπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα πια και ασφαλώς δεν είναι ανεξάρτητοι, θα οδηγήσει σε μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις – οι οποίες όσο πιο πολύ αργούν, δίνοντας την εσφαλμένη εντύπωση στους κεντρικούς τραπεζίτες και στους πολιτικούς πως έχουν τον απόλυτο έλεγχο, τόσο πιο καταστροφικές θα είναι.

Του Βασίλη Βιλιάρδου
Ανάλυση

Έχοντας ήδη αναφερθεί στην ασυδοσία των κεντρικών τραπεζιτών, όπως της κυρίας Lagarde (ανάλυση), είναι αναμφίβολο πως οι συνεχείς αυξήσεις των βασικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, σε ολόκληρο σχεδόν τον πλανήτη, τεκμηριώνουν το εξής: το ότι ο πόλεμος της νομισματικής πολιτικής εναντίον των εργαζομένων, προφανώς εν αγνοία τους, ευρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Θυμίζουμε εδώ τη φράση του κεντρικού τραπεζίτη των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980 (P. Volcker), όταν αύξανε συνεχώς τα επιτόκια για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό – σύμφωνα με την οποία «το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων πρέπει να πέσει».

Εν προκειμένω, η πιο πρόσφατη αύξηση είναι αυτή της κεντρικής τράπεζας του Καναδά (πηγή: L. Rochon), η οποία τοποθέτησε το βασικό επιτόκιο στο 5% – στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 22 ετών, ταυτόχρονα σε ένα από τα υψηλότερα επιτόκια των χωρών της G7. Παραδόξως δε το έκανε, παρά την κατακόρυφη πτώση του πληθωρισμού – από το 8,1% το 2022, στο 3,4% σήμερα.

Παρά το γεγονός λοιπόν της πτώσης του ρυθμού ανόδου των τιμών, καθώς επίσης με τις προσδοκίες για το μελλοντικό πληθωρισμό να είναι σχετικά χαμηλές, η Τράπεζα του Καναδά (BOC) θεώρησε σκόπιμο να αυξήσει ξανά τα επιτόκια – ακόμη χειρότερα όταν πριν από έξι μήνες, τον Ιανουάριο, είχε ανακοινώσει πως θα έκανε ένα διάλειμμα στη στρατηγική της, διαπιστώνοντας την πτώση του πληθωρισμού.

Περαιτέρω η σημερινή απόφαση της BOC που συμμετέχει μαζί με όλες τις άλλες κεντρικές τράπεζες σε μία περίεργη «σταυροφορία» εναντίον του πληθωρισμού, επικεντρώθηκε στα στοιχεία για την απασχόληση – τα οποία, κατά την άποψη και προτίμηση της, εξακολουθούν να είναι πολύ υψηλά. Δηλαδή, θεωρεί πως η ανεργία είναι πολύ χαμηλή και η απασχόληση πολύ υψηλή – κάτι που δεν ισχύει βέβαια για την Ελλάδα, στην οποία συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, ειδικά όσον αφορά την απασχόληση (στο 51,4% έναντι σχεδόν 75% του μέσου όρου της Ευρωζώνης, γράφημα).

Τα δύο αυτά στοιχεία ωθούν τους κεντρικούς τραπεζίτες να πιστεύουν ότι, θα μεταφραστούν αναπόφευκτα σε αυξήσεις μισθών – οπότε αμέσως μετά θα τεθεί σε λειτουργία το σπιράλ «μισθών τιμών» (ανάλυση), το οποίο θα καθιστούσε τον πληθωρισμό ανεξέλεγκτο. Φαίνεται να πιστεύουν δε πως ο σημερινός πληθωρισμός οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού – σε ένα πρόβλημα που προσπαθούν απεγνωσμένα να διορθώσουν με τους παρακάτω δύο τρόπους, όσο παράξενο και αν ακούγεται:

(α) Με την προσέλκυση περισσότερων μεταναστών – για καλυφθεί η ζήτηση εργαζομένων και να συμπιεστούν οι μισθοί των αυτοχθόνων (εργάτες από το Μπαγκλαντές στην Ελλάδα, ανάλυση),

(β) Με τη γενικότερη αποθάρρυνση των εργαζομένων από την απαίτηση υψηλότερων μισθών, με διάφορους τρόπους – όπως με τον ετεροχρονισμό των αυξήσεων για μετά το 2024 στην Ελλάδα και σε ποσοστά πολύ χαμηλότερα του πληθωρισμού.

Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση των βασικών επιτοκίων θεωρείται ως η καλύτερη στρατηγική επίτευξης των στόχων τους – παρά το ότι δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κανένα προειδοποιητικό σημάδι «αντεπίθεσης» των εργαζομένων, με αιτήματα για υψηλότερους μισθούς. Η κύρια αιτία δε αυτής της «υπνηλίας» των εργαζομένων, είναι η αποδυνάμωση των εργατικών συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων που τους εκπροσωπούν – όπου το πρώτο επιτεύχθηκε, μεταξύ άλλων, με το χρηματισμό των ηγετικών στελεχών τους, ενώ το δεύτερο με τη σταδιακή μετατροπή αυτών των κομμάτων σε «συστημικά». Σε κόμματα δηλαδή που στην ουσία στηρίζουν την εκάστοτε άρχουσα τάξη – ενώ χρησιμοποιούνται από αυτήν, ως τρόπος «εξαέρωσης» των εργατικών απαιτήσεων.

Οι κίνδυνοι
Συνεχίζοντας, διάφοροι ειδικοί τονίζουν από αρκετό χρονικό διάστημα τώρα ότι, η συγκεκριμένη νομισματική πολιτική είναι αναποτελεσματική, όσον αφορά την καταπολέμηση του πληθωρισμού – ειδικά αυτού του είδους του πληθωρισμού που δεν οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση, αλλά στα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, στους κερδοσκόπους των κρίσεων και των πολέμων (ανάλυση), στο ενεργειακό κοκ.

Αντίθετα, η νομισματική αυτή πολιτική έχει διανεμητικά αποτελέσματα που ωφελούν την τάξη των ιδιοκτητών κεφαλαίων και σε μεγάλο βαθμό τις εμπορικές τράπεζες – ειδικά τις ισχυρές. Εν τούτοις, οι εργαζόμενοι δεν φαίνεται να είναι ακόμη σε θέση να το κατανοήσουν – να καταλάβουν δηλαδή πως η νομισματική πολιτική έχει τις ρίζες της σε μία «ταξική σύγκρουση» που όμως όσο πιο πολύ διαρκεί, τόσο πιο ξεκάθαρη θα γίνεται.

Εμείς βέβαια, ακριβώς επειδή είμαστε υπέρ της ελεύθερης οικονομίας που οφείλει και μπορεί να είναι «win-win» για εργαζόμενους και εργοδότες, έχουμε την άποψη πως πρέπει να σταματήσει η στρεβλή αυτή διαδικασία – επειδή μπορεί να οδηγήσει σε μία μεγάλη οικονομική καταστροφή. Η αιτία είναι το ότι, τελικά η οικονομία θα σταματήσει να αναπτύσσεται και θα βυθιστούμε σε μία τρομακτική ύφεση – η οποία ενδεχομένως θα συνοδεύεται από αποπληθωρισμό. Μπορεί βέβαια να «χρειαστούν» μερικές ακόμη αυξήσεις επιτοκίων, έως ότου συμβεί, αλλά θα συμβεί αναπόφευκτα – χωρίς καμία αμφιβολία.

Ειδικότερα, είναι γνωστό πως οι επενδύσεις και η κατανάλωση, από τις οποίες εξαρτάται η οικονομική ανάπτυξη, είναι ευαίσθητες στα επιτόκια – επίσης όμως το ότι, δεν ανταποκρίνονται στις σταδιακές αυξήσεις των επιτοκίων, αλλά στις σωρευτικές επιπτώσεις τους. Με απλά λόγια, όταν οι προηγούμενες αυξήσεις παγιώνονται, αυξάνοντας δραματικά τους τόκους των δανείων (μία αύξηση από το 1% στο 5%, σημαίνει άνοδο των τόκων κατά 400%), ενώ συνεχίζονται, φτάνουν τελικά σε ένα σημείο που τα πάντα καταρρέουν – ένα ιστορικό μάθημα που δεν φαίνεται να έχουν «εμπεδώσει» οι κεντρικές τράπεζες.

Ακριβώς για το λόγο αυτό, καθώς επίσης επειδή επιβαρύνουν κυρίως τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα που έχουν προ πολλού υπερβεί το 50% των κοινωνιών, τις θεωρούμε τόσο τοξικές όσο και ταξικές – χωρίς καμία διάθεση να λειτουργήσουμε «συνδικαλιστικά». Με δεδομένο δε το ότι, το σημερινό κατασκεύασμα της κυρίαρχης νομισματικής πολιτικής του μονεταρισμού απαιτεί ύφεση, θα προκύψει ύφεση – θυμίζοντας πως ο Βρετανός οικονομολόγος N. Kaldor είχε χαρακτηρίσει το μονεταρισμό ως μάστιγα, στο διάσημο βιβλίο του που γράφηκε πριν από 4 περίπου δεκαετίες. Επακριβώς, είχε γράψει τα εξής:

«Θεωρώ το μονεταρισμό ως μία τρομερή κατάρα – μία επίσκεψη κακών πνευμάτων με ιδιαίτερα ατυχείς, σχεδόν καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα μας».

Επειδή τώρα τα υψηλά επιτόκια τροφοδοτούν αναπόφευκτα την άνοδο των τιμών, αφού αποτελούν σημαντικό παράγοντα κόστους για τις επιχειρήσεις, δεν μπορεί να μην υποπτευθεί κανείς πως ενδεχομένως αυτός είναι ο στόχος τους που όμως δεν πρέπει να συνοδευθεί από την άνοδο των μισθών – έτσι ώστε να καταπολεμηθούν μονεταριστικά τα βουνά του χρέους που έχουν συσσωρευθεί στη Δύση (ανάλυση).

Στο παράδειγμα της Ελλάδας, η άνοδος του ΑΕΠ μας πληθωριστικά το 2022 στα 208 δις €, είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του δείκτη χρέος/ΑΕΠ στο 171% από 180% το 2019 – αν και ως προς το πραγματικό ΑΕΠ των 193 δις € περίπου, αυξήθηκε στο 184%, καθώς επίσης σε απόλυτο μέγεθος. Βέβαια η πτώση αυτή ήταν εις βάρος των μισθωτών, των συνταξιούχων, των καταθετών κλπ. – οι οποίοι έτσι συνέχισαν να εξαθλιώνονται.

Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, σε όλα τα πολιτικά μέτρα που λαμβάνονται, υπάρχουν νικητές και ηττημένοι – ενώ, όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν τα προβλήματα των ηττημένων: δηλαδή των νοικοκυριών που υφίστανται τις μεγαλύτερες οικονομικές πιέσεις.

Το αποτέλεσμα είναι να αισθάνονται όλο και λιγότεροι οικονομικά ασφαλείς, οι πληρωμές των στεγαστικών δανείων να αυξάνονται χωρίς να εξισορροπούνται από αυξήσεις των μισθών, τα ενοίκια να ακριβαίνουν, το κόστος ζωής να γίνεται αφόρητο, τα ιδιωτικά χρέη να εκτοξεύονται στα ύψη κοκ. – χωρίς να φαίνεται καμία προοπτική για το μέλλον.

Έχουμε λοιπόν την άποψη πως αυτή η ταξικότητα και τοξικότητα των κεντρικών τραπεζιτών που υπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα πια και ασφαλώς δεν είναι ανεξάρτητοι, θα οδηγήσει σε μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις – οι οποίες όσο πιο πολύ αργούν, δίνοντας την εσφαλμένη εντύπωση στους κεντρικούς τραπεζίτες και στους πολιτικούς πως έχουν τον απόλυτο έλεγχο, τόσο πιο καταστροφικές θα είναι.