Έφτασε η ώρα της Εφορίας για τα κρυπτονομίσματα

Εφορία: Τα κενά που υπάρχουν στην ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά στη φορολογική αντιμετώπιση των συναλλαγών με κρυπτονομίσματα και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία (digital assets), καθώς και στον τρόπο φορολόγησης των εισοδημάτων από τις συναλλαγές αυτές θα επιχειρήσουν να κλείσουν το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.
Τα κενά αυτά επιτρέπουν να περνούν αφορολόγητα τεράστια ποσά που διακινούνται και επενδύονται αυτή τη στιγμή από Έλληνες φορολογουμένους στα κρυπτονομίσματα και στα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία (digital assets). Από την άλλη πλευρά, τα κενά αυτά δεν επιτρέπουν σε νόμιμα ενεργούντες πολίτες να επικαλούνται κέρδη από πωλήσεις κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη των τεκμηρίων της εφορίας.
Η ΑΑΔΕ ξεκίνησε εδώ και πολλούς μήνες, σύμφωνα με την εφημερίδα “Ελεύθερος Τύπος” μια προσπάθεια να καταγράψει τα προβλήματα που υπάρχουν στον έλεγχο και στη φορολόγηση των συναλλαγών σε κρυπτονομίσματα και digital assets και σύντομα, στο πλαίσιο λειτουργίας μιας νέας Ομάδας Εργασίας που θα συσταθεί, αναμένεται να προχωρήσει στη διατύπωση προτάσεων προς το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου ώστε να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση των συγκεκριμένων προβλημάτων.
Ειδικότερα, η κατάρτιση νομοθετικού πλαισίου που θα καλύπτει όλα τα κενά της ισχύουσας νομοθεσίας για τη φορολογική αντιμετώπιση και τον έλεγχο των κρυπτονομισμάτων και των λοιπών ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων αποτελεί το αντικείμενο Ομάδας Εργασίας που αποφάσισε να συστήσει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Η ομάδα είναι δεκαεξαμελής και αποτελείται από στελέχη του υπουργείου και της ΑΑΔΕ.
Βάσει της καταγραφής που ήδη έχει γίνει από την ΑΑΔΕ, στη φορολογική νομοθεσία υπάρχουν τα ακόλουθα κενά:
- Δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) ότι τα χρηματικά ποσά που δαπανά κάθε φυσικό πρόσωπο για συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία είναι τεκμήριο προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος. Τα ποσά αυτά πρέπει να θεωρούνται από την ισχύουσα νομοθεσία τεκμήρια, όπως γίνεται με τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται για την αγορά χρεογράφων γενικά. Βάσει όμως της ερμηνείας των ισχυουσών διατάξεων «στην έννοια των χρεογράφων συμπεριλαμβάνονται οι ομολογίες, τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, τα ομόλογα τραπεζών, τα προθεσμιακά συμβόλαια, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, οι μετοχές και γενικά προϊόντα που μπορούν να διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια και στις αγορές». Δηλαδή, τόσο το άρθρο 32 του ΚΦΕ όσο και η σχετική ερμηνευτική εγκύκλιος δεν αναφέρουν ρητά τίποτα για τις δαπάνες αγοράς κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων. Το κενό αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί για παράνομο πλουτισμό και ξέπλυμα μαύρου ή βρόμικου χρήματος.
- Δεν έχει σαφώς διατυπωθεί στον ΚΦΕ και στις σχετικές ερμηνευτικές εγκυκλίους ποια ακριβώς είναι η φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος (του κέρδους) που αποκτάται από επενδύσεις σε κρυπτονομίσματα και σε ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Εμμέσως πλην σαφώς, τα εισοδήματα αυτά φορολογούνται ως προερχόμενα από άυλες κινητές αξίες, από άυλους τίτλους, δηλαδή με συντελεστή φόρου 15%. Όμως αυτό δεν προβλέπεται πουθενά με ρητή διατύπωση στον ΚΦΕ και είναι αναγκαίο να γίνει παρέμβαση με σχετική νομοθετική ρύθμιση.
- Δεν υπάρχει νομοθεσία και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν οδηγίες από την ΑΑΔΕ για τον εντοπισμό και τον φορολογικό έλεγχο όσων δραστηριοποιούνται συστηματικά σε συναλλαγές με κρυπτονομίσματα και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Ως εκ τούτου είναι αδύνατο να εντοπιστούν και να προσδιοριστούν από τις ελληνικές φορολογικές Αρχές τα οικονομικά ωφελήματα των φορολογουμένων από τις δραστηριότητες αυτές.
Όσοι εξάλλου από τους εμπλεκομένους θέλουν να είναι σωστοί και ειλικρινείς και να δηλώσουν στις φορολογικές τους δηλώσεις τα ποσά που επένδυσαν στα ψηφιακά αυτά προϊόντα καθώς και τα κέρδη που αποκόμισαν, προκειμένου όχι μόνο να φορολογηθούν γι’ αυτά αλλά και να τα αξιοποιήσουν μελλοντικά για να καλύψουν τεκμήρια αγοράς περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, όπως π.χ. ακίνητα, Ι.Χ. αυτοκίνητα κ.λπ. διαπιστώνουν τελικά ότι δεν έχουν καμία δυνατότητα. Κι αυτό διότι έρχονται αντιμέτωποι με το γεγονός ότι δεν έχουν καθοριστεί σαφώς, με νομοθετικές παρεμβάσεις από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ο ακριβής τρόπος προσδιορισμού και φορολογικής αντιμετώπισης των εισοδημάτων από τα προϊόντα αυτά, καθώς και τα δικαιολογητικά έγγραφα που αποδεικνύουν ότι αποκτήθηκαν τα σχετικά ποσά, όπως γίνεται με όλες τις άλλες κατηγορίες εσόδων, εισοδημάτων και δαπανών.